Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόλαση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόλαση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Ένας άγιος σε λάθος μέρος



«Πως μπορούν κάποιοι να βρίσκουν λύση πολύ εύκολα στα πιο περίπλοκα προβλήματα, ενώ άλλοι πανικοβάλλονται όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μικρό πρόβλημα και πνίγονται σε μία κουταλιά νερό;" ρώτησα.
Ο Ramesh απάντησε με τη διήγηση της ακόλουθης ιστορίας:
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που η ψυχή ήταν γεμάτη καλοσύνη. Όταν πέθανε, όλοι υπέθεσαν ότι θα πήγαινε κατ 'ευθείαν στον Παράδεισο, αφού θεώρησαν ότι ήταν η μόνη επιλογή για έναν καλό άνθρωπο σαν κι αυτόν. Και πράγματι εκεί πήγε.

Εκείνο τον καιρό, ο Παράδεισος δεν ήταν καθόλου οργανωμένος και δεν λειτουργούσε στη εντέλεια. Η γραμματεία ήταν ανεπαρκής, και η κοπέλα που τον υποδέχτηκε έριξε μια βιαστική ματιά στην λίστα με τα ονόματα που είχε μπροστά της. Δεν βρήκε το όνομα αυτού του ανθρώπου, οπότε τον έστειλε κατευθείαν στην Κόλαση.
Στην κόλαση κανείς δεν ελέγχει ποιος εισέρχεται. Ο άνδρας εισήλθε και παρέμεινε στην Κόλαση ...
Μερικές μέρες αργότερα, ο Εωσφόρος εισέβαλε από τις πύλες του Παραδείσου, για να ζητήσει εξηγήσεις από τον Άγιο Πέτρο.
"Αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο!" είπε.
Ο Άγιος Πέτρος ρώτησε τον Εωσφόρο γιατί ήταν τόσο θυμωμένος, και ο οργισμένος Εωσφόρος του απάντησε:
"Στείλατε αυτόν τον άνθρωπο κάτω στην Κόλαση, και αυτός με υπονομεύει διαρκώς! Από την αρχή που ήρθε, ενδιαφερόταν για τους άλλους ανθρώπους, τους άκουγε και τους μιλούσε με αγάπη. Η κατάσταση άλλαξε στην Κόλαση. Τώρα όλοι μοιράζονται μεταξύ τους τα συναισθήματά τους, αγκαλιάζονται και ενδιαφέρονται για τον άλλον. Όμως στην Κόλαση δεν πρέπει να είναι έτσι ! Πάρτε τον πίσω στον παράδεισο! "
Όταν τελείωσε ο Ramesh την ιστορία, με κοίταξε και μου είπε:
«Ζήσε τη ζωή σου με τόση αγάπη στην καρδιά σου, ώστε ακόμα και αν σε στείλουν κατά λάθος στην κόλαση, ο ίδιος ο διάβολος να σε επιστρέψει στον Παράδεισο».
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

«Δάσκαλε, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;»


 

Κάποιος μαθητής ρώτησε τον δάσκαλο του:
«Δάσκαλε, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;»
Ο δάσκαλος του απάντησε:
«Πολύ μικρή κι ωστόσο, έχει μεγάλες συνέπειες. Έλα να σου δείξω την Κόλαση».
Μπήκαν σε ένα δωμάτιο, όπου μια ομάδα ανθρώπων καθόταν γύρω από μια μεγάλη χύτρα με ρύζι.
Όλοι ήταν πεινασμένοι και απελπισμένοι καθένας είχε από ένα κουτάλι που το κρατούσε από την άκρη με προσοχή κι έφτανε ως τη χύτρα.
Κάθε κουτάλι, όμως, είχε τόσο μακρύ χερούλι, που δεν μπορούσαν να το φέρουν στο στόμα.
Η απελπισία και η ταλαιπωρία ήταν φοβερή.
«Έλα» είπε ο δάσκαλος λίγο μετά. «Τώρα θα σου δείξω τον Παράδεισο».
Μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πανομοιότυπο με το πρώτο υπήρχε η χύτρα του ρυζιού, η ομάδα ανθρώπων, τα ίδια μακριά κουτάλια, όμως εκεί όλοι ήταν ευτυχισμένοι και χορτάτοι.
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο μαθητής. «Γιατί είναι τόσο ευτυχισμένοι εδώ ενώ στο άλλο δωμάτιο είναι τόσο δυστυχισμένοι, τη στιγμή που όλα είναι ίδια;»
«Δεν το κατάλαβες;», χαμογέλασε ο δάσκαλος.
«Καθώς τα κουτάλια έχουν μακριά χερούλια και δεν μπορούν να φέρνουν το φαγητό στο στόμα τους, εδώ έμαθαν όλοι να ταΐζουν ο ένας τον άλλον».

 
το βρήκαμε εδώhttp://proskynitis.blogspot.gr/2015/04/blog-post_83.html

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Περί θανάτου


-Γέροντα  γιατί ό Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;

- Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θά πεθάνη.
Ό Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, μέ έναν ειδικό τρόπο, γιά νά σώση τήν ψυχή του.
Έάν δει ότι κάποιος θά γίνη καλύτερος, τον αφήνει νά ζήση.
Έάν δει όμως ότι θά γίνη χειρότερος, τον παίρνει, γιά νά τον σώση.
Μερικούς πάλι πού έχουν αμαρτωλή ζωή, άλλα έχουν τήν διάθεση νά κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν νά το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θά έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν ή ευκαιρία.
Είναι δηλαδή σάν νά τους λέη: «Μήν κουράζεσθε• αρκεί ή καλή διάθεση πού έχετε».
Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ό Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.
Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο νά το καταλάβουν αυτό.
Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ό Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε νά χαίρονται, γιατί που ξέρουν τί θά γινόταν, αν μεγάλωνε; Θά μπορούσε άραγε νά σωθή; 



"Οταν το 1924 φεύγαμε από τήν Μικρά Ασία μέ το καράβι, γιά νά έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος.
Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες καί, όπως μέ είχε ή μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου.
Ή μάνα μου νόμισε ότι πέθανα καί άρχισε νά κλαίη. Μιά συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές καί διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε.
"Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θά πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα πού είμαι τόσων χρονών καί έχω κάνει τόση άσκηση, δέν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο. 

'Αλλά καί τους γονείς βοηθάει ό θάνατος τών παιδιών.
Πρέπει νά ξέρουν ότι από εκείνη τήν στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο.
"Όταν πεθάνουν, θά 'ρθουν τά παιδιά τους μέ εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου νά υποδεχθούν τήν ψυχή τους. Δέν είναι μικρό πράγμα αυτό!
Στά παιδάκια πάλι πού ταλαιπωρήθηκαν εδώ άπό αρρώστιες ή άπό κάποια αναπηρία ό Χριστός θά πει:
«Ελάτε στον Παράδεισο καί διαλέξτε το καλύτερο μέρος». Καί τότε εκείνα θά Του πουν: «Ώραία είναι εδώ, Χριστέ μας, άλλα θέλουμε καί τήν μανούλα μας κοντά μας».
Καί ό Χριστός θά τά ακούσει καί θά σώση μέ κάποιον τρόπο καί τήν μητέρα.
Βέβαια δέν πρέπει νά φθάνουν οι μητέρες καί στο άλλο άκρο.
Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους πού πέθανε άγιασε καί πέφτουν σε πλάνη.
Μιά μητέρα ήθελε νά μου δώση κάτι από τον γιό της πού είχε πεθάνει, γιά ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγιασε.
«Έχει ευλογία, μέ ρώτησε, νά δίνω άπό τά πράγματα του;». «"Οχι, της είπα, καλύτερα νά μή δίνης».
Μιά άλλη είχε κολλήσει τήν Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο τήν φωτογραφία του παιδιού της πού το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί καί έλεγε:
«Καί το παιδί μου σάν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες πού κάθονταν καί ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο τήν άφησαν, γιά νά μήν τήν πληγώσουν. Τί νά έλεγαν; Πληγωμένη ήταν. 




-Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οι άνθρωποι, γιά να αντιμετωπίσουν τον αιφνίδιο θάνατο!
"Αμα έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, βρίσκουν τήν δύναμη νά αντιμετωπίσουν τον θάνατο, γιατί τον αντιμετωπίζουν πνευματικά.
Μέ τά μηχανάκια πόσα παιδιά καταστρέφονται!
Πόσα παλληκάρια σκοτώνονται μέ τις μοτοσυκλέτες!
Σηκώνουν την μοτοσυκλέτα πίσω στην μία ρόδα, οπότε εύκολα τουμπάρουν και σπάζουν το κεφάλι τους.
Το θεωρούν κατόρθωμα ποιος θα σηκώσει την μοτοσυκλέτα περισσότερο! «Κρατούσα, λέει, σούζα την μοτοσυκλέτα στην πίσω ρόδα και τουμπάρισα».
Ό διάβολος, βλέπεις, τί τους βάζει να κάνουν, για να χτυπήσουν στο κεφάλι;
Γιατί αλλιώς, ακόμη κι αν είχαν κάποιο ατύχημα, μπορεί νά χτυπούσαν άλλου και νά μη σακατεύονταν. Γιά νά επιτρέψη όμως ό Θεός την κακία του διαβόλου ή την απροσεξία του άλλου, σημαίνει ότι θά βγή κάτι καλό. 







-Τότε, Γέροντα, γιατί ή Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι» από αιφνίδιο θάνατο;
-Εκείνο είναι άλλο. Ζητά άπό τον Θεό νά μη μας βρει ό θάνατος ανέτοιμους.
-Γέροντα, μιά μητέρα είναι απαρηγόρητη, γιατί το παιδί της πηγαίνοντας στην δουλειά σκοτώθηκε σε τροχαίο. 

-Πες της: «Άπό κακότητα χτύπησε ό οδηγός το παιδί σου; Όχι.
Έσύ, γιά νά σκοτωθεί το έστειλες στην δουλειά; "Οχι. Νά πεις λοιπόν "δόξα Σοι ό Θεός", γιατί μπορεί νά γινόταν ένα αλητάκι και ό Θεός το πήρε στην κατάλληλη ώρα.
Τώρα είναι ασφαλισμένο στον Ουρανό. Τι κλαις; Ξέρεις ότι βασανίζεις το παιδί μέ το κλάμα;
Θέλεις νά βασανίζεται τό παιδί σου ή νά χαίρεται; Φρόντισε νά βοηθήσης τά άλλα παιδιά πού έχεις και είναι μακριά άπό τον Θεό.
Γι' αυτά νά κλαις». Νά, και χθες ήρθε μιά μητέρα μέ κλάματα και μου είπε:
«Μου πήρε ό Θεός τό μονάκριβο παιδί μου», και τά έβαζε μέ τον Θεό.
«"Αν τό καλοσκεφθής, τής είπα, σέ τίμησε ό Θεός.
Τό πήρε κοντά Του αγγελούδι, βαπτισμένο όπως ήταν. Αυτό είναι αγγελούδι και εσύ τά βάζεις μέ τον Θεό;
Αυτό θά βρεις μεθαύριο νά πρεσβεύη στον Θεό».
Μετά πού μου μίλησε γιά τήν ζωή της, είπε πώς μπορούσε νά έχη πολλά παιδιά, άλλα, όταν ήταν νέα, δεν ήθελε νά έχη παιδιά.
Πόσες μητέρες προσεύχονται και ζητούν νά είναι τά παιδιά τους κοντά στον Θεό!
«Δεν ξέρω, λένε, τί θά κάνης, Θεέ μου, θέλω νά σωθή τό παιδί μου• νά είναι κοντά Σου».
Αν τυχόν όμως ο Θεός δει ότι τό παιδί θά παραστρατήση, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος νά σωθει, τό παίρνει μέ αυτόν τον τρόπο.
Επιτρέπει λ.χ. έναν μεθυσμένο νά τό χτυπήση μέ τό αυτοκίνητο και νά τό σκοτώση, και έτσι τό παίρνει κοντά Του.
Ά ν υπήρχε περίπτωση νά γίνη καλύτερο, θά έφερνε ένα εμπόδιο νά αποφύγει τό ατύχημα.
Μετά ξεμεθάει και αυτός πού χτύπησε τό παιδί, έρχεται σέ συναίσθηση και σέ όλη του τήν ζωή τον πειράζει ή συνείδηση του.
«Εγκλημάτησα», λέει, και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό νά τον συγχωρέσει. Σώζεται και αυτός. Ή μάνα πάλι μέ τον πόνο της συμμαζεύεται, σκέφτεται τον θάνατο και ετοιμάζεται γιά τήν άλλη ζωή, οπότε σώζεται και αυτή.
Βλέπετε πώς οικονομάει ό Θεός από τήν προσευχή τής μάνας νά σώζωνται ψυχές;
Ά ν όμως οι μητέρες δέν τό καταλαβαίνουν αυτό, τά βάζουν μέ τον Θεό! Τί τραβάει και ό Θεός μέ εμάς!
Οταν κανείς παύει νά αντιμετωπίζει τά πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση.
Γιατί, πώς είναι δυνατόν ό άνθρωπος νά παρηγορηθή αληθινά, άν δέν πιστέψη στον Θεό και στην αληθινή ζωή, τήν μετά θάνατον, τήν αιώνια; 



Τον καιρό πού ήμουν στο Μοναστήρι του Στομίου, ζούσε στην Κόνιτσα μιά χήρα γυναίκα, πού πήγαινε συνέχεια στο Κοιμητήρι και έσκουζε ώρες ολόκληρες.
Τους αναστάτωνε όλους μέ τις φωνές της. Χτυπιόταν, χτυπούσε τό κεφάλι της στην πλάκα του τάφου!
Ολο τον πόνο της τον έβγαζε εκεί. Πήγαιναν, τήν έπαιρναν από εκεί και αυτή ξαναγύριζε. Αυτό γινόταν για χρόνια.
Ό άνδρας της είχε σκοτωθεί από τους Γερμανούς και ή κόρη της, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, μόλις έγινε δεκαεννιά χρονών, πέθανε από καρδιά και είχε μείνει μόνη της ή φουκαριάρα.
"Αν τό δει κανείς αυτό εξωτερικά, θά πει:
«Γιατί νά τό επιτρέψη ό θεός;».
Και αυτή έτσι εξωτερικά τό αντιμετώπιζε και δεν μπορούσε νά παρηγορηθή.
Μιά φορά πού πήγα νά δω τί συμβαίνει, μου έλεγε: «Γιατί ό θεός τό έκανε αυτό; Ό άνδρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Είχα μιά κόρη, μου τήν πήρε και αυτή...». Έλεγε-ελεγε, τα έβαζε με τον θεό.
Άφού τήν άφησα νά ξεσπάσει λίγο, τής είπα: «Νά σου πω κι εγώ κάτι. Τον άνδρα σου τόν ήξερα• ήταν πολύ καλός.
Σκοτώθηκε στον πόλεμο γιά τήν Πατρίδα, πάνω στο ιερό καθήκον. Ό θεός δεν θά τόν αφήσει. Μετά σου άφησε τήν κόρη σου γιά λίγα χρόνια κοντά σου, οπότε είχες μιά παρηγοριά.
Έπειτα όμως, επειδή ίσως θά ξέφευγε ή κοπέλα, τήν πήρε ό θεός σ' αυτήν τήν καλή κατάσταση πού βρισκόταν, γιά νά τήν σώσει».
Αυτή, ενώ ό άνδρας της ήταν πολύ ήσυχος, ήταν λίγο κοσμική. Δέν τής είπα φυσικά ότι «εσύ ήσουν κοσμική», άλλα τήν ρώτησα:
«Τώρα, εσύ, τί σκέφτεσαι; Αγαπάς τόν κόσμο;». «Δέν θέλω νά δώ τίποτε και κανέναν», μου λέει.
«Βλέπεις, τής λέω, τώρα καί γιά σένα ό κόσμος πέθανε. Ό πόνος σέ βοηθάει και δέν σέ ενδιαφέρει τίποτε τό κοσμικό.
"Ετσι μεθαύριο θά είστε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τέτοια τιμή ό θεός σέ ποιόν τήν έχει κάνει; Τό καταλαβαίνεις;».
Μετά άπό αυτήν τήν συζήτηση σταμάτησε νά πηγαίνη στο Κοιμητήρι. Μόλις βοηθήθηκε νά συλλαβή τό βαθύτερο νόημα τής ζωής, ησύχασε. 




- Γέροντα, άκουσα ότι, όταν κάποιος δολοφονείται, εξιλεώνεται, γιατί παίρνει τις αμαρτίες του ό δολοφόνος.
  Έχει ελαφρυντικά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί νά πει στον θεό:
«Έγώ θά μετανοούσα, άλλα αυτός με σκότωσε».
Έτσι θά πέσει τό βάρος στον δολοφόνο. Μερικοί πού δέν τους κόβει λένε:
«"Αν υπήρχε θεός, δέν θά άφηνε νά γίνωνται συνέχεια εγκλήματα• θά τιμωρούσε τους εγκληματίες».
Δέν καταλαβαίνουν ότι ό θεός αφήνει τους εγκληματίες νά ζήσουν, γιά νά είναι αναπολόγητοι τήν ήμερα τής Κρίσεως, πού δέν μετανόησαν, παρόλο πού τους έδωσε χρόνια, γιά νά μετανοήσουν, ενώ εκείνους πού σκοτώνονται θά τους τακτοποιήσει. 


(Στελλάς Κυριάκος)


Πηγή. http://pnevmatikokatafigio.blogspot.gr

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Ο άγγελος ,η κόλαση και το ....κρεμμύδι.



Γράφει ὁ μεγάλος ρῶσσος φιλόσοφος λογοτέχνης Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι στό βιβλίο-ἀριστούργημά του «Ἀδελφοί Καραμάζωφ».

Σέ ἕνα χωριό ζοῦσε μιά σεβάσμια γερόντισσα. Τήν ἐκτιμοῦσε ὅλος ὁ κόσμος. Μά πιό πολύ ἐκτιμοῦσε ἡ ἴδια τόν ἑαυτό της.

Μιά ἡμέρα, ἡ γερόντισσα αὐτή πέθανε ὅπως ὅλοι. Ἔκλεισε τά μάτια της καί «κοιμήθηκε». Μά ὅταν σέ λίγο ξύπνησε, στήν ἄλλη ζωή, διαπίστωσε (πρός μεγάλη ἀγανάκτησή της!), ὅτι εἶχε βρεθεῖ σέ μιά μεγάλη λίμνη φωτιά. Καί βλέποντας κάποια στιγμή τόν ἄγγελό της στήν ὄχθη, τοῦ φώναξε:

-Κάποιο λάθος ἔγινε! Ἐγώ, πρόσωπο σεβαστό, δέν ἔπρεπε νά βρίσκομαι ἐδῶ!

Ὁ ἄγγελος τήν συμπόνεσε. Καί φιλοτιμήθηκε νά ψάξει νά βρεῖ ἐλαφρυντικά, νά τήν βοηθήσει. Καί θυμήθηκε, ὅτι κάποτε εἶχε δώσει σέ μιά ζητιάνα ἕνα φρέσκο κρεμμύδι, πού ἔτυχε καί ὁ ἄγγελος τό εἶχε μαζί του. Κρατώντας το λοιπόν ἀπό τά φύλλα τῆς τό ἔρριξε μπροστά της.

-Πιάσε το, νά σέ τραβήξω ἔξω. (Τῆς εἶπε).

Ἐκείνη τό ἔπιασε. Καί ὁ ἄγγελος ἄρχισε νά τήν τραβάει ἔξω ἀπό τήν λίμνη-φωτιά. Καί βλέποντάς την νά βγαίνει ἀπό τό πῦρ τῆς κόλασης ἁρπάχτηκαν ἀπό ἐπάνω της (ἀπό τά πόδια της, ἀπό τά χέρια της, ἀπό τά ροῦχα της), ἄλλοι πολλοί· μέ τήν ἐλπίδα νά βγοῦν καί αὐτοί· νά σωθοῦν!

Ἀλλά ἡ σεβάσμια γερόντισσα θύμωσε ἐναντίον τους! Ἦταν κατάσταση αὐτή; Νά κρεμαστεῖ ἡ ἀληταρία τοῦ κόσμου ἀπάνω της;

Καί ἄρχισε νά τούς κλωτσάει μέ ἀγανάκτηση.

-Τί εἶναι ἐτοῦτο πάλι! Μέ τό δικό μου κρεμμύδι θέλουν νά σωθοῦν ὅλοι αὐτοί;

Καί τό βλαστάρι τοῦ κρεμμυδιοῦ κόπηκε. Καί ὅλοι αὐτοί, καί ἡ σεβάσμια γερόντισσα μαζί, ξανάπεσαν στό αἰώνιο πῦρ.

Καί τώρα μία ἐρώτηση-ἀπορία:

-Γιατί κόπηκε τό κρεμμύδι;

Ἀπάντηση:

-Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί θέλει νά ἔχουμε ἀγάπη. Ὅμως· ἡ γερόντισσα αὐτή δέν εἶχε ἀγάπη. Ἄν εἶχε ἀγάπη, θά ἔλεγε:

-Κάμε, Θεέ μου, μέ τήν εὐσπλαγχνία Σου, πιασμένοι ἀπό τοῦτο τό κρεμμύδι, νά βγοῦμε ὅλοι ἀπό ἐδῶ. Νά μή μείνει ἄνθρωπος στήν κόλαση κανένας.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Αν Σ' αγαπώ Κύριε...



" Αν Σε αγαπώ Κύριε, δεν το κάνω αυτό για τον Παράδεισο

που μας υποσχέθηκες...

Αν φοβάμαι να πέσω στην αμαρτία, ο λόγος δεν είναι η Κόλαση που μας απειλεί...

Ότι με ελκύει κοντά Σου, Κύριε,δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονάχα Εσύ...

Εσύ που αγάπησες τόσο το πλάσμα Σου, ώστε να σταυρωθείς γι' αυτό σαν κακούργος.

Σε αγαπώ τόσο, ώστε κι αν δεν υπήρχε Παράδεισος...θα σε αναζητούσα.

Κι αν δεν υπήρχε Κόλαση...θα σε λογάριαζα...

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

«κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάς».



.
Ο Θεός ως πατέρας όλων των ανθρώπων δέχεται κάθε αμαρτωλό πίσω στην αγκαλιά Του. Δεν υπάρχει ανθρώπινη αμαρτία που ο Θεός να μην τη συγχωρεί όταν ο άνθρωπος το θελήσει και το ζητήσει. Για την Εκκλησία μεγαλύτερη αμαρτία είναι η απελπισία, η αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι που ο Θεός δεν μπορεί να συγχωρήσει. Όμοια με τον Θεό, που ποτέ δεν παύει να αγαπά και να συγχωρεί τον αμαρτωλό, πρέπει και οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται με ανάλογο τρόπο.
Η ανταπόκριση ή όχι του ανθρώπου στην αγάπη του Θεού δημιουργεί την κόλαση ή τον παράδεισο. Κόλαση είναι η ανικανότητά μου να αγαπήσω τον συνάνθρωπο, η αδυναμία μου να τον θεωρήσω ως αδελφό και φίλο.
Η αυτοκαταδίκη μου στην απομόνωση και τον ατομικισμό εισάγει την εμπειρία της κόλασης. Ο Θεός δεν είναι τιμωρός. Τιμωρός γίνεται ο εγωκεντρισμός μου, που μου στερεί την αίσθηση της οικειότητας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Μήπως ο πατέρας δεν κάλεσε και τον μεγάλο γιο για να εισέλθει στη γιορτή και να ευφρανθεί; Ο ίδιος ο μεγαλύτερος γιος δεν ήθελε και γι' αυτό προγεύεται το μαρτύριο της κόλασης: να μην μπορεί να συμμετάσχει στη χαρά, να ζει στον τόπο της αγάπης και να αρνείται να αγαπήσει.
Κόλαση είναι ο αυτοακρωτηριασμός των υπαρκτικών μου δυνατοτήτων. Ενώ είμαι δημιουργημένος για να αγαπώ και να αγαπιέμαι, αρνιέμαι την αγάπη ως γνώμονα ζωής και έτσι η ζωή μου ολόκληρη μετατρέπεται σε βάσανο και ταλαιπωρία. Όπως αριστοτεχνικά το συνόψισε ο Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι στο αριστούργημά του «Αδελφοί Καραμάζοφ», «κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάς».
Την κόλαση αυτή γεύεται καθημερινά ο έγκλειστος στη φιλαυτία πεπτωκώς άνθρωπος. Εθελούσια αποκομμένος από κάθε βαθύ υπαρξιακό δεσμό, βιώνει συνεχώς τη μοναξιά, την αποξένωση, την ανωνυμία. Κόλαση είναι η ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου να απομακρύνεται από τον Θεό, την πηγή και το πλήρωμα της αγάπης.
Αντίθετα, παράδεισος είναι η ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού, η εμπειρία της ένωσης μαζί Του. Τελικά, παράδεισος και κόλαση είναι η στάση μας απέναντι στην αγάπη. Η αποδοχή της είναι παράδεισος και ζωή. Η άρνησή της είναι κόλαση και θάνατος. Η εκλογή επαφίεται στον άνθρωπο.
Πηγή: Σταύρος Σ. Φωτίου (2002), Ορθόδοξα μηνύματα: Ερμηνεία ευαγγελικών περικοπών, εκδ. Εργαστηρίου Χριστιανικής Αγωγής, Λάρνακα, σ. 108-109

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Ιστορία

"Κάποτε σ' ένα χωριό ζούσαν δυο χωριανοι, που ήταν και πολύ φίλοι. Πάνω στην κουβέντα μια φορά, είπαν και συμφώνησαν, όταν πεθάνουν, να προσπαθήσουν, απ' όπου κι αν βρίσκονταν, να ανταμώσουν.
Πέθαναν κάποτε ο ένας μετά τον άλλον, κι ό ένας βρέθηκε στην Κόλαση, κ ό άλλος στον Παράδεισο. Και σ' ένα Ψυχοσάββατο, έτυχε να τους κάνουν και τους δύο μνημόσυνο την ίδια μέρα. Έχουν να πουν πως, όταν γίνονται μνημόσυνα, οι ψυχές αλαφρώνουν τόσο πολύ, που βγαίνουν απ' όπου κι αν βρίσκονται, κι ανταμώνουν με όποιους φίλους είχαν στη ζωή. Έτσι αντάμωσαν και οι δυό φίλοι καθώς βγήκαν ό ένας απ' τον Παράδεισο, κι ο άλλος απ' την Κόλαση.
- Πώς περνάτε εκεί στην Κόλαση; ρωτάει τον φίλο του αυτός, που ήταν στον παράδεισο.
- Πολύ άσχημα.. Ολημερίς κι ολονυχτίς τρωγόμαστε και βριζόμαστε.
- Και τί διαφορές έχετε τώρα;
- Να, ο καθένας μας πιστεύει ότι είναι καλός, και ότι όλοι οι άλλοι είναι κακοί.
- Και ο Θεός ποιά θέση παίρνει; ξαναρωτάει ο πρώτος.
- Ο Θεός μας συγχωρεί όλους, και λέει πως είμαστε καλοί, ανοίγει μάλιστα και την πόρτα της Κόλασης, για να βγούμε έξω...
- Κι εσείς τί κάνετε; ρωτάει με πολλή απορία ο πρώτος.
- Εμείς βαστάμε την πόρτα, να μη βγει κανένας έξω, γιατί δεν αντέχουμε την κοροϊδία να γλιτώνουν οι κακοί την Κόλαση..
- Κοίταξε φίλε μου πόσο μοιάζουμε με σας ... λέει τότε ο πρώτος. Μόνο που εμείς πιστεύουμε ο καθένας μας ότι ο ίδιος είναι κακός και ότι όλοι οι άλλοι είναι καλοί.. Κι ο Θεός μας λέει το ίδιο, όπως και σε σας: πως όλοι είμαστε καλοί! και χαιρόμαστε όλοι...
- Και με την πόρτα τί κάνετε; ξαναρωτάει ο δέυτερος.
- Εμείς βαστάμε την πόρτα ανοιχτή, για να μπαίνουν οι φουκαράδες, που βασανίστηκαν στον απάνω κόσμο.
- Κι άν μπει και κανένας κακός;... ρωτάει ο δεύτερος.
- Έ, και τί μας νοιάζει;! Μήπως κι εμείς δεν είμαστε κακοί; απαντάει ο πρώτος.
- Κοίταξε φίλε μου, λέει τότε αναστενάζοντας ο δεύτερος, πόσο χαζός ήμουνα. Δεν μου κοψε καθόλου να έρθω κι εγώ στον παράδεισο!... Και πώς βρέθηκα στην Κόλαση δεν το κατάλαβα..
- Δεν το κατάλαβες, του λέει τότε ο πρώτος, γιατί δεν υπάρχει καμία Κόλαση.. Έτσι λένε τον τόπο σας, για να του δώσουν ένα όνομα..
- Και τότε τί είναι;;!
- Είναι ο μαζωμός αυτών, που δεν πιστέυουν στο Θεό. Κι επειδή έχετε κακία ο ένας στον άλλον, γι' αυτό κάνετε τον τόπο σας Κόλαση...
Και μ' αυτά, τελείωσε το Ψυχοσάββατο, και γύρισαν οι δυο φίλοι ο καθένας στον τόπο του..."

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...