Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θαύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

"Ο τυφλός προ του Σταυρού"


Τί εἶν’ ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζὶ μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοί νἆν οἱ δυό, ποὺ ἐκδικητὴς ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιός ὁ πλᾶνος ποὺ κι αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζί τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ῥώτησε, εἰναι δουλειὰ δική τους!.
-Θὰ πάω νὰ δῶ…
Εἶπα νὰ δῶ κι ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι
τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχὴ μέσα στὰ στήθη εἶν’ ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐστάθη Αὐτὸς μπροστά μου
καὶ μ’ εὐσπλαγχνίσθη, κι ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου
κι ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλὸ ἐκεῖνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωὰμ τὴ στέρνα νὰ τὰ πλύνω!
Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρός μου,
στὴν ὄψη Του εἴδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου!
Μοσχοβολοῦσε κι ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά Του…
Φῶς καὶ τὰ χείλη, κι ἡ φωνή, τὰ μάτια κι ἡ ματιά Του.
Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια Του ἡ ἐλπίδα…
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυό μου μάτια κι εἶδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κι εἴδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη Του, λὲς κι ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουμένη.
.
Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἀς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι ὀχλοβοὴ κι ἀντάρα
χίλιες φωνὲς σὰν μιὰ φωνὴ κι ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεῖς μαυροφόρες μοῦ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δύστυχη! Ξάφνου, μὲ μιᾶς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν,
κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρώτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. -Γκάπ! Γκούπ!
Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται! Νά, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν.
Πῶς; Σὺ ποὺ μοῦδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κι ἦταν γραφτὸ τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοῦδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!
(Ποίημα Ἰωάννη Πολέμη)

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

«Γιατί ο Θεός δεν κάνει ένα θαύμα να απαλλαγούμε από τα άγχη μας, τις αρρώστιες, τον θάνατο;»

ΠΑΜΕ ΞΑΝΑ ΣΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ..

«Γιατί ο Θεός δεν κάνει ένα θαύμα να απαλλαγούμε από τα άγχη μας, τις αρρώστιες, τον θάνατο;» είναι ένα ερώτημα που συχνά διατυπώνουν πολλοί νέοι.

Τα θαύματα των αγίων τους προξενούν το ενδιαφέρον. Τότε γεννιέται άλλο ερώτημα: «Γιατί μόνο στους άλλους και όχι και σε μας;». Η τηλεόραση, το διαδίκτυο, τα βιβλία, με την προβολή των θαυμάτων, εξάπτουν την περιέργεια. Δεν εστιάζουν όμως στη ζωή των αγίων, που είναι η ίδια θαυμαστή, αλλά με τα όσα ο Θεός επιτρέπει να κάνουν μετά θάνατον. Έτσι, τα θαύματα από καρπός της πίστης, γίνονται συχνά προϋπόθεσή της. Ένα φαινόμενο μη εξηγούμενο από τη λογική, το οποίο το θεωρούμε ως βάση για να αποδείξουμε ότι υπάρχει Θεός και ότι οι άγιοι, και μετά θάνατον, υπάρχουν. Ότι η θρησκευτική μας πίστη δεν είναι κάτι ξεπερασμένο, αφού μπορεί και γεννά θαύματα εντός της.
Δεν αναπαύεται όμως μόνο η λογική μας. Είναι και η ανάγκη να νικήσουμε με κάποιον τρόπο τον θάνατο ή να τον αναστείλουμε, τόσο για μας όσο και για τους οικείους μας. Μας φοβίζει ο θάνατος. Φαντάζει αναπόφευκτος. Δε συμβιβαζόμαστε όμως μ’ αυτόν. Ακόμη κι αν το ξέρουμε ότι θα μας νικήσει, εστιάζουμε την χρησιμότητα της πίστης στα σημεία των θαυμάτων. Δε μας ενδιαφέρει η υπόσχεση της ανάστασης. Νόημα έχει το «εδώ και τώρα». Γι’ αυτό και το θαύμα πιστεύουμε ότι εξασφαλίζει την ποιότητα της ζωής μας στο . Αυτό ξέρουμε, γνωρίζουμε και αγαπούμε. Αν ο Θεός δεν μπορεί ή δε θέλει να μας το εξασφαλίσει, νομίζουμε ότι δεν Τον χρειαζόμαστε.
Το θαύμα έχει έναν χαρακτήρα εντύπωσης και εντυπωσιασμού. Γι’ αυτό και ο Χριστός στην πατρίδα του τη Ναζαρέτ δεν έκανε θαύματα, για την απιστία των συντοπιτών Του. Αυτό είναι ένα μήνυμα για όλους μας. Ότι προηγείται η πίστη. Η εμπιστοσύνη και η αγάπη στον Θεό, που γνωρίζει τι είναι για μας ωφελιμότερο. Δεν απαντά ο Θεός πάντα στις προκλήσεις μας. Δεν κάνει επίδειξη δύναμης. Η πίστη είναι αυτή που παρηγορεί τον καθένα μας για την αδυναμία του έναντι του χρόνου, του κακού και του θανάτου. Τα θαύματα κάποτε συμπληρώνουν την παρηγοριά. Όμως δεν αναστέλλουν την ανάγκη να αναλάβουμε την ευθύνη να παλέψουμε για περισσότερη πίστη. Για υπερνίκηση του πνεύματος του ορθολογισμού, που μετρά τον Θεό με αποδείξεις και δε μας αφήνει να γίνουμε παιδιά που Τον βλέπουμε και Τον ζούμε ως τον πατέρα μας. Αυτόν που μας δίνει την ασφάλεια της αγάπης Του, ακόμη κι αν αυτή μας βάζει σε όρια.
Το πρώτο θαύμα είναι η ζωή. Το δεύτερο θαύμα είναι η αγάπη. Το τρίτο και κορυφαίο είναι η ανάσταση. Με τη ζωή υπάρχουμε. Με την αγάπη έχει νόημα η ύπαρξή μας, διότι δεν είμαστε μόνοι μας. Με την ανάσταση υπάρχουμε για πάντα. Τα μικρότερα θαύματα, όταν συμβαίνουν, επιβεβαιώνουν αυτά τα τρία. Αυτός είναι ο δρόμος των αγίων μας, οι οποίοι, επειδή ο Θεός θέλει, εξακολουθούν να θαυματουργούν όχι όμως για να μας αφήσουν στο πρόσκαιρο, αλλά για να μας δείξουν τον Θεό και την παρουσία Του. Αυτή ας είναι η εκζήτηση και η προσευχή μας. Κι αυτό ας διδάσκουμε στους νεώτερους.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 10 Αυγούστου 2016
themistoklismourtzanos.blogspot.gr/ 
 iPaideia.gr

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Το δια κολλύβων Θαύμα του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος

 

Χρόνια πολλά Θοδωρή !
 
Όταν έγινε βασιλιάς ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363) έκανε πολλά και διάφορα εναντίον των Χριστιανών καί προσπάθησε να αναστήσει την παλαιά ειδωλολατρική θρησκεία των Ελλήνων. Στην εποχή του είχαν ουσιαστικά ξαναρχίσει οι διωγμοί των Χριστιανών καί τα βασανιστήρια…

Ο Ιουλιανός, γνώριζε πολύ καλά τα ήθη των Χριστιανών καί ότι την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τηρούν αυστηρή νηστεία καί εξαγνίζονται μ” αυτή καί τη θερμή προσευχή. Θέλησε, λοιπόν, να τους μιάνει με τις ειδωλολατρικές θυσίες. Γι” αυτό καί κάλεσε τον έπαρχο της πόλεως καί του ανέθεσε να επιβλέψει στην εκτέλεση της εξής εντολής του: Να σηκωθούν από την αγορά όλα τα τρόφιμα καί να μην υπάρχουν σ” αυτήν παρά μόνον εκείνα πού θα ήταν ραντισμένα με το αίμα των θυσιών πού έγιναν στα είδωλα. Με τον τρόπο αυτό αναγκαστικά, ή θα αγόραζαν όλοι να φάνε καί έτσι να γευθούν από τη θυσία προς τους θεούς, ή αν δεν υπακούσουν, να πεθάνουν από την πείνα.
Ο έπαρχος έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τη διαταγή του Ιουλιανού καί αποσύρθηκαν από την αγορά τα τρόφιμα. Αντικαταστάθηκαν βέβαια από τα μιασμένα από τις θυσίες τρόφιμα. Φάνηκε έτσι προς στιγμήν ότι κέρδιζε ο διάβολος, ο υποκινητής καί εμπνευστής καί Πατέρας του Ιουλιανού. Ο Θεός όμως είναι καί Παντοδύναμος καί Πάνσοφος. Δεν άφησε ούτε εγκατέλειψε το λαό Του. Για τη σωτηρία του από τις μεθοδείες του διαβόλου έστειλε το Μεγαλομάρτυρά Του Θεόδωρο, πραγματικά ως δώρο Θεού για να Τον δοξάσει με ένα θαύμα.
Καί παρουσιάζεται ο Άγιος στον Πατριάρχη Ευδόξιο (360-369) καί του φανερώνει το σχέδιο του Ιουλιανού με τα έξης λόγια:
- «Σήκω γρήγορα, Πατριάρχη, συγκέντρωσε το Χριστεπώννμο πλήρωμα, καί διαφύλαξε το από τον μολυσμό των ειδώλων, παραγγέλοντάς το να μην αγοράσει κανείς από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά».
Ο Πατριάρχης απορώντας είπε προς τον Άγιο:
- «Πώς είναι δυνατόν, Κύριε μου, να γίνει αυτό; Διότι, οι μεν πλούσιοι μπορεί να το εφαρμόσουν γιατί έχουν τρόφιμα στις αποθήκες τους, οι φτωχοί όμως, που δεν θα έχουν ούτε μιας ημέρας τρόφιμα, τί θα κάνετε μπροστά σ” αυτή την ανάγκη»;
Καί ο Άγιος του είπε:
- Να τους προσφέρεις κόλλυβα, για να καλύψεις την ανάγκη τους».
Και επειδή ο Πατριάρχης άκουγε για πρώτη φορά το λόγο για τα κόλλυβα, τον ρώτησε με απορία:
- «Τί είναι αυτά τα κόλλυβα δεν το γνωρίζω». Ο Μάρτυρας τότε του αποκρίθηκε:
- «Είναι σιτάρι. Να το βράσεις καί να το μοιράσεις στους Χριστιανούς».
Καί για να δείξει ο Άγιος από που ήλθε, πρόσθεσε:
- «Γι” αυτό το βρασμένο σιτάρι στα Ευχάϊτα συνηθίζουμε να το λέμε κόλλυβα. Κάνε, λοιπόν, έτσι καί σώσε το ποίμνιο του Χριστού από το μιασμό».
Λέει ο Πατριάρχης προς τον Άγιο:
- «Ποιος είσαι εσύ Κύριε μου, πού φροντίζεις με αγάπη καί ευσπλαχνία για τη σωτηρία μας»;
Καί ο Άγιος του αποκρίθηκε:
- «Εγώ είμαι ο Μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, καί με έστειλε για τη σωτηρία καί βοήθειά σας».
Ο Άγιος έγινε άφαντος καί ο Πατριάρχης σηκώθηκε με θαυμασμό καί χαρά καί συγκέντρωσε το λαό του Χριστού καί του φανέρωσε την παρουσία καί βοήθεια του Μάρτυρα. Συγχρόνως έκανε σύμφωνα με το λόγο του. Δηλαδή έβρασε σιτάρι καί μοίρασε στο λαό καί διαφυλάχθηκε έτσι το ποίμνιο του Χριστού. Στην αγορά, αν καί τελείωνε η εβδομάδα, η μηχανορραφία του Ιουλιανού έμεινε ανενέργητη, γιατί κανένας Χριστιανός δεν αγόρασε από τα μιασμένα τρόφιμα. Κι” αφού ο Ιουλιανός νικήθηκε ολοφάνερα απέσυρε από την αγορά τα μιασμένα τρόφιμα καί επανέφερε τα συνηθισμένα.
Οι Χριστιανοί ύμνησαν καί δοξολόγησαν το Θεό καί το Μάρτυρά Του Θεόδωρο καί για χάρη του έκαναν λαμπρή γιορτή.
Έτσι καθιερώθηκε από τότε καί το Σάββατο της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να γιορτάζεται στην Εκκλησία μας το θαύμα το δια κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Από το βιβλίο: «Οι Άγιοι Μεγαλομάρτυρες Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και Θεόδωρος ο Τήρων» του Αρχιμ. Γεωργίου Μαραγκού Ηγουμένου Ι.Μ. Αγίων Θεοδώρων Αροανίας Καλαβρύτων

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

"ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ". Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς ...
το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
Της Ελένης Χουκ – Αποστολοπούλου
Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Η θαυμαστή αφθαρσία του αυτιού και του χεριού του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου






















 

Κάποτε στην Κωνσταντινούπολή ένας άνδρας είχε κανονίσει μια συνάντηση με τον αγίο Ιωάννη τον Χρυσοστόμο. Ο γραμματέας του αγίου, όταν πήγε να αναγγείλει την άφιξη του, τον βρήκε απασχολημένο με κάποιον άλλον άνδρα, ο οποίο ήταν σκυμένος κοντά στο αυτί του αγίου και του υπαγόρευε κάτι, ενώ ο άγιος έγραφε σε χαρτί αυτά που άκουγε. Ο γραμματέας δεν θέλησε να τους ενοχλήσει και είπε στον επισκέπτη να περιμένει. Κάθε φορά που πήγαινε, τους έβλεπε σε αυτή την εργασία. Στο τέλος ο επισκέπτης αγανάκτησε και έφυγε. Όταν βρήκε τον άγιο μόνο, του ανέφερε για τον επισκέπτη που έφυγε. Ο άγιος Ιωάννης τότε τον ρώτησε γιατί δεν τόν πέρασε αμέσως στο γραφείο και αυτός δικαιολογήθηκε ότι δεν ήθελε να τον ενοχλήσει στην εργασία που είχε με τον άλλον άνδρα. Ο Χρυσοστόμος του αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος μέσα στο γραφείο του όλη αυτή την ώρα και ότι ήταν μόνος.
Λέγεται ότι ο άνδρας αυτός ήταν ο Απόστολος Παύλος που εκείνη των ώρα υπαγόρευε στο άγιον Ιωάννη τον Χρυστοστομο την ερμηνεία των επιστολών του. Γι'αυτό το λόγο, σε ένδειξη σημείου και θαύματος αυτού του γεγονότος, το αυτί του αγίου Ιωάννου είναι μέχρι σήμερα άφθαρτο και βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους./πηγή
Το δεξί χέρι του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου το οποίο έχει σχήμα ευλογίας και παραμένει και εκείνο άφθορο(διακρίνονται το δέρμα και τα νεύρα) ευρίσκεται στη Ιερά Μονή Φιλόθεου του Αγίου Όρους και η κνήμη του Αγίου στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους.
 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

«Και είπεν αυτή· μη κλαίε »



«Και είπεν αυτή· μη κλαίε »

Δυο φορές έχει επισκεφθεί ο θάνατος την γυναίκα αυτή της Ναϊν, αγαπητοί μου αδελφοί. Έχει χάσει το σύζυγο της και σήμερα κηδεύει το μονάκριβο παιδί της. Πένθος βαρύ και οδυνηρό το πένθος της μητέρας της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Κηδεία έξοχα συγκινητική, αφού ο πόνος και τα δάκρυα της γυναίκας αυτής προέρχονται από βαθειά πληγή. Λαός πολύς παρακολουθεί την κηδεία για να συμπαρασταθεί με συμπάθεια στη δυστυχισμένη αυτή μητέρα και να ελαφρύνει κάπως τον πόνο της. Και το ότι ο πόνος και το πένθος της μητέρας αυτής είναι από τα χειρότερα, αποδεικνύεται από τον τρόπο που ο Κύριος αντιμετωπίζει το θέαμα αυτό. Όταν την βλέπει ο Κύριος, λέει ο ιερός Ευαγγελιστής, τη σπλαχνίζεται, συγκινείται η τρυφερή καρδία Του, τη συμπονεί και τη λυπάται βαθύτατα. Παρακινούμενος δε από τη συμπάθεια Του και μετέχοντας στη θλίψη της, της λέει: « Μη κλαίς ». Της το λέει αυτό για να την παρηγορήσει και να την ενισχύσει και να μαλακώσει τον πόνο της. Για να συμπαρασταθεί στο πένθος της, αλλά και γιατί είναι βέβαιος ότι σε λίγο ο μονάκριβός της γιος, θα ξαναγύριζε στη ζωή. Θα ανεσταίνετο. Ο παρήγορος αυτός λόγος του Κυρίου, μας δίνει σήμερα την ευκαιρία ν’ασχοληθούμε με το πένθος και τον πόνο και πως πρέπει να φερόμαστε στις ώρες του πένθους και του πόνου μας.

Είναι αλήθεια ότι ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο πράγμα στη ζωή μας. Κανένας δεν μπορεί να τον αποφύγει. Όλοι ανεξαίρετα θα τον υποστούμε, όσο κι αν μας είναι ανεπιθύμητος. Γι’αυτό και είναι αδύνατο να μη πονέσουμε και να μη κλάψουμε όταν έλθει ο θάνατος και αρπάσει κάποιο προσφιλές μας πρόσωπο. Το φυσικό είναι και να πονέσουμε και να δακρύσουμε, αφού και ο ίδιος ο Κύριος δάκρυσε στον τάφο του αγίου Λαζάρου, του φίλου Του. Το πένθος όμως του πιστού δεν πρέπει να είναι υπερβολικό. Δεν πρέπει ποτέ να φθάνουμε σε ακρότητες και να κλαίμε απαρηγόρητα και να γογγύζουμε ενάντια στον Θεό. Λυπούνται βέβαια και οι πιστοί στο πένθος. Η λύπη τους όμως είναι συγκρατημένη και δεν μοιάζει με τη λύπη των απίστων, που παραλύει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην απελπισία. Το λέει άλλως τε πολύ καθαρά και ο Απόστολος Παύλος. «Θέλουμε να ξέρετε, αδελφοί, μας λέει, τι θα γίνει με αυτούς που πέθαναν, για να μη λυπάστε κι εσείς όπως και οι άλλοι που δεν ελπίζουν πουθενά. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε κι αναστήθηκε· το ίδιο πιστεύουμε κι ότι αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού, ο Θεός θα τους αναστήσει για να ζήσουν μαζί Του». (Θεσσ. Α΄ Δ´ 13–14).

Οι πρώτοι χριστιανοί, που μας δίνουν σ’όλα το παράδειγμα, αντιμετώπιζαν με ηρεμία και ψυχραιμία το θάνατο. Έκλαιαν βέβαια τους νεκρούς τους, αλλά δεν έφθαναν ποτέ στην απελπισία. Οι επιγραφές που έθεταν στους τάφους των συγγενών τους, πολλές από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα, φανερώνουν πόσο ήρεμο ήταν το πένθος τους. Όλες οι επιγραφές, μιλούν για τη βεβαιότητα της μέλλουσας ζωής και για την αθανασία και την μακαριότητα των ουρανών. Για την Εκκλησία των πρώτων χρόνων, ο μαρτυρικός θάνατος ενός πιστού, δεν ήταν υπόθεση απελπιστικών θρήνων και οδυρμών, αλλά αφορμή διδασκαλίας και παραδειγματισμού των επιζώντων. Άλλως τε από τότε και μέχρι σήμερα, η μέρα του θανάτου του μάρτυρα, είναι μέρα γιορτής και πανήγυρης. Πως όμως θα αντιμετωπίσουμε κι εμείς, οι σημερινοί πιστοί, με αυτό τον ήρεμο τρόπο το θάνατο των συγγενικών μας προσώπων;

Πάνω απ’όλα αυτό που χρειάζεται είναι η εμπιστοσύνη στο Θεό. Εμπιστοσύνη και πίστη στην Πάνσοφο και Πανάγαθο Πρόνοια Του. Ο Θεός είναι η πηγή και ο χορηγός της ζωής. Εκείνος κρίνει πότε και πως πρέπει να φύγει κάποιος από τον κόσμο αυτό. Γι’αυτό και δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε γι’αυτούς που μένουν, γιατί δεν αφήνει ποτέ απροστάτευτους αυτούς που μένουν ορφανοί. Γίνεται ο Θεός, πατέρας των ορφανών και τους αναλαμβάνει όλους κάτω από την προστασία Του ( Ψαλμ. ΡΜΕ, 9 ). Ο Θεός μας λέει η Αγία Γραφή, δεν θα αδιαφορήσει «για του ορφανού τη δέηση, ούτε και για τη χήρα που ξεσπά σε παράπονα» ( Σοφ. Σειράχ ΛΕ΄ 14 ). Δηλαδή ο Θεός δεν παραβλέπει τις ικεσίες των ορφανών και τις παρακλήσεις των χηρών. Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα μέσα από την καθημερινή ζωή, που βεβαιώνουν την αλήθεια των λόγων αυτών. Κι έχουμε πράγματι ορφανά παιδιά, και απροστάτευτα που προοδεύουν και τακτοποιούνται με τρόπο θαυμαστό. Χήρες και ορφανά που δεν χάνουν την πίστη τους και την ελπίδα στο Θεό, χωρίς τον προστάτη τους, να βρίσκουν σύντομα το δρόμο τους, να συνέρχονται από τις θλίψεις και να υπερνικούν τις δυσκολίες της ζωής.

Μαζί όμως με την εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του θεού, χρειάζεται ν’αυξηθεί και η πίστη μας, σ’όσα μας είπε Εκείνος, για την Ανάσταση των νεκρών και για τη μέλλουσα ζωή. Για το Θεό ο θάνατος είναι ύπνος, γιατί όπως μας βεβαιώνει θα έλθει ώρα που όλοι οι νεκροί θα αναστηθούν. Μη εκπλήττεσθε γι’αυτό, μας λέει: Θα συμβούν πολύ θαυμαστότερα  απ’αυτό. Γιατί έρχεται ώρα, κατά την οποία όλοι οι πεθαμένοι, που θα βρίσκονται ως τότε στα μνήματα, θ’ακούσουν τη φωνή του Κυρίου, που θα τους διατάζει να αναστηθούν. Και θα βγουν όλοι από τα μνήματα, κι όσοι μεν έπραξαν κατά τον επίγειο βίο τους τα αγαθά, θ’αναστηθούν για να απολαύσουν τη μακαρία και αιώνια ζωή, εκείνοι δε που έπραξαν τα κακά, θ’αναστηθούν για να δικασθούν και να κατακριθούν ( Ιωάνν. Ε´ 28 – 29 ). Τι σημαίνουν όλ’αυτά; Ότι οι νεκροί μας δεν εχάθησαν, αλλά ζουν. Κοιμούνται και περιμένουν ν’ακουσθεί η φωνή του Αρχαγγέλου που θα σημάνει την ανάσταση όλων. Γι’αυτό δεν χωρεί καμιά αμφιβολία. Το λέγουμε άλλως τε κι εμείς κάθε φορά που απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως « Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος », αναφωνούμε. Γιατί, λοιπόν, λησμονούμε την αλήθεια αυτή και κάνουμε μόνοι μας βαρύτερο και ανυπόφορο το πένθος μας;

Αδελφοί μου. Ο πόνος έχει ιστορία αιώνων, όση σχεδόν ο κόσμος αυτός. Αυτός είναι ο κλήρος μας από την τραγική μέρα της εξορίας μας. Από τη φρικτή εκείνη στιγμή που το χέρι της Εύας διέγραψε την επαναστατική κίνηση προς τον απαγορευμένο καρπό. Από τότε  η γη μας από ένας Παράδεισος αγάπης του Θεού, έγινε τόπος εξορίας και θανάτου. Αυτός ο κόσμος δεν είναι η πατρίδα μας, η σταθερή και μόνιμη. Είναι απλώς ο τόπος της εξορίας μας. Πρόσκαιρος και προσωρινός. Ο πόνος επομένως δεν είναι δείγμα σκληρότητας η αδιαφορίας του Θεού, αλλά απόδειξη της μεγάλης Του αγάπης και στοργής για τον καθένα μας. Γι’αυτό ας έχουμε πάντοτε στο νου μας την Ανάσταση του Κυρίου. Η Ανάσταση δίνει ασφαλή εγγύηση σ’όσους έχουμε προσφιλή πρόσωπα στα μνήματα, ότι θα τα δούμε και πάλιν. Με την ελπίδα αυτή ας γεμίζει πάντα η καρδιά μας. Και όταν έρχονται και μέρες πένθους, να μη είμαστε απαρηγόρητοι, αλλά το πένθος μας να είναι πένθος ήρεμο, πένθος αληθινά χριστιανικό.

† Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης κ. Διονύσιος

Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/#ixzz2grhS0P8h

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι:Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων, Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη!

Τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο του Φ. Ντοστογιέφσκι “Αδελφοί Καραμαζόφ” είναι από τη συνομιλία ιεροεξεταστή – Χριστού (Σεβίλη, 16ος αιώνας)

Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ’ αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο απ’την ελευθερία! Ενώ, βλέπεις αυτές τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτωμένη έρημο; Κάνετες ψωμιά κι η ανθρωπότητα θα τρέξει πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη κι υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν’αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να τους δίνεις τα ψωμιά Σου.
Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θάναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά;
Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητεί – τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: Ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει εκείνο το δώρο της ελευθερίας που μ’ αυτό γεννιέται ο δύστυχος.
(…..)
Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων, Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Ή μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο απ’ την ελευθερία της συνείδησής του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό.
Θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να Σε ακολουθήσει ελεύθερα. Αντί να υπακούει στον παλιό αυστηρό νόμο, ο άνθρωπος έπρεπε με ελεύθερη καρδιά ν’ αποφασίζει από δω και μπρος ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, έχοντας μοναδικό του οδηγό τη μορφή Σου. Μα είναι δυνατό λοιπόν να μη σκέφτηκες πως τελικά θ’ απαρνηθεί ακόμα και τη μορφή Σου και την αλήθεια Σου, συντριμμένος κάτω απ’ το τρομερό βάρος:την ελευθερία της εκλογής;
(…..)
Δεν κατέβηκες απ’ το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: «Κατέβα απ’ το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Συ». Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ’ αξίζανε,γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Να, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Κοίταξέ τους: Ποιον πήγες ν’ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ’ ό,τι τον νόμισες! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ό,τι και Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σα νάπαψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ’ τον εαυτό Του! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θάδειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θάταν μικρότερο. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος.

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
«ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ» ΤΟΜΟΣ Β
Μετάφραση ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ

πηγή:εδώ
 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Η δύναμη της προσευχής - «Κύριε, ελέησον»...




«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ…» (Ματθ. 9,27)
Ζούμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας. Οἱ περισσότεροι μπορῶ νὰ πῶ δὲν πιστεύουν. Μέσα στοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους, ζήτημα σήμερα ἂν ἕνας πιστεύῃ εἰλικρινὰ στὸ Θεό. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἀδιάφοροι, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι.

Μοῦ ἔλεγε ἔνας παπᾶς μὲ δάκρυα, ὅτι εἶνε σαράντα χρόνια σ᾿ ἕνα χωριὸ μὲ πεντακόσες ψυχές. Καλὸς παπᾶς, δὲν ἔδωσε ποτέ ἀφορμὴ σκανδάλου. Χτυπᾷ τὴν καμπάνα κάθε Κυριακή, τοὺς προσκαλεῖ, πηγαίνει στὰ σπίτια τους. Καὶ ὅμως, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιά, δὲ᾿ βρίσκεις παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄντρες καὶ δέκα γυναῖκες· καὶ πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι δὲν ὑπάρχει οὔτε παιδὶ νὰ κρατήσῃ λαμπάδα. Ποῦ εἶνε; Δὲν ἐκκλησιάζονται.
Καὶ αὐτό, κατ᾿ ἀναλογίαν, γίνεται σχεδὸν παντοῦ. Κι ὅταν ὁ παπᾶς τοὺς λέει, Γιατί δὲν ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία; ἀπαντοῦν· Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;… Πηγαίνει στὸ καφενεῖο, πηγαίνει στὴν ταβέρνα, πηγαίνει στὰ γήπεδα, πηγαίνει ἐκδρομές, πηγαίνει παντοῦ, ἀλλὰ πόδια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔχει. Καὶ μὲ αὐθάδεια λέει, Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;…

Ἂν ὑπάρχῃ ὅμως ἕνα μέρος ποὺ εἶνε πιὸ ἀναγκαῖο ἀπὸ ὅλα νὰ πάῃ κανείς, αὐτὸ εἶνε ὁ ναὸς τοῦ Ὑψίστου. Ἐδῶ μέσα θὰ ᾿ρθῇς· ἐδῶ θὰ βαπτισθῇς, ἐδῶ θὰ στεφανωθῇς, ἐδῶ ὁ παπᾶς γιὰ τελευταία φορὰ θὰ πῇ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόντι…». Ἐδῶ εἶνε τὰ ἅγια καὶ τὰ ἱερά· ἐδῶ εἶνε οἱ ἅγιες εἰκόνες, ἐδῶ εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ἐδῶ εἶνε τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων, ἐδῶ ἀκούγεται τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ πάγχρυσα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ μέσα ὅλοι μας, σὰν μιὰ οἰκογένεια, φωνάζουμε καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ λέμε «Κύριε, ἐλέησον». Καὶ αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ ἀγράμματος καὶ ἀστοιχείωτος κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδάκι ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα.


Ναί, θαύματα κάνει. Ποιός μᾶς τὸ λέει; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

Ὁ Χριστός, λέει, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε, πατεῖς με – πατῶ σε. Πῆγαν ἀπὸ μιὰ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦνε ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤθελαν νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν στὶς στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα καὶ ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν.

Ξαφνικά, μέσα στὸν κόσμο, ἀκούστηκαν φωνὲς ποὺ ἔλεγαν «Κύριε, ἐλέησον»· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27).
Ποιός φωνάζει; Κανένας πλούσιος; Ὁ πλούσιος πρέπει νὰ χάσῃ τὰ χρήματα, νὰ χρεωκοπήσῃ, νὰ γίνῃ ζητιάνος, καὶ τότε θὰ πῇ τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Ποιός φωνάζει; Κανένας δυνατὸς ποὺ ἔχει ἀξιώματα; Οὔτε αὐτοὶ φωνάζουν. Πρέπει νὰ πέσουν ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους, καὶ τότε θὰ φωνάξουν «Κύριε, ἐλέησον».
Ποιός φωνάζει; Κανένας ὑγιής, ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα πόνο; Μπᾶ· ὅταν ἔχῃς γερὰ τὰ κόκκαλα καὶ τὰ πνευμόνια καὶ τὴν καρδιά, Θεὸ δὲ᾿ ζητᾷς. Ὅταν πέσῃς στὸ κρεβάτι καὶ σὲ πάρουν μέσα στὸ χειρουργεῖο καὶ εἶνε ἕτοιμο τὸ μαχαίρι τοῦ γιατροῦ νὰ σὲ κάνῃ κομμάτια, τότε φωνάζεις «Κύριε, ἐλέησον».
Ποιός φωνάζει; Οἱ χιλιάδες ἐκεῖνες τοῦ κόσμου, ἄντρες γυναῖκες παιδιά; Μόνο μιὰ φωνὴ ἀκούγεται σπαρακτική.
Ποιός φωνάζει; Δύο φτωχοί, δυστυχισμένοι καὶ τυφλοὶ ἄνθρωποι. Δὲν βλέπανε καθόλου. Καὶ μόλις ἀκούσανε ὅτι μπαίνει ὁ Χριστὸς μέσα στὴν πόλι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ποῦ εἶνε, ἄρχισαν μὲ τὰ στόματά τους νὰ φωνάζουν «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ τὸ φώναζαν διαρκῶς.

Ὁ Χριστὸς βάδιζε καὶ ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει. Φθάνει καὶ μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Σταματήσανε ἆραγε τότε οἱ τυφλοί; Ὄχι. Συνέχισαν ἀπ᾿ ἔξω, σὰν σκυλιά, νὰ φωνάζουν· «Κύριε, ἐλέησον». Ὁ Χριστὸς δοκίμαζε τὴν πίστι τους. Ἅμα εἶδε τὴ μεγάλη ὑπομονή τους, τοὺς λέει· «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». «Ναί, Κύριε», ἀκούστηκε μέχρι τὰ ἄστρα ἡ φωνή τους (Ματθ. 9,28).
Τότε ὁ Χριστὸς -ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε- τί ἔκανε; Ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια ἐπάνω στὰ σβησμένα τους μάτια· καὶ ἀμέσως, ὅπως ἄλλοτε ἄναψε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἔτσι τὴ στιγμὴ ἐκείνη δυὸ ζευγάρια μάτια ἄνοιξαν, οἱ δύο ἄνθρωποι εἶδαν τὸ φῶς τους καὶ λέγανε χίλια εὐχαριστῶ. Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη πήγαιναν παντοῦ καὶ διαλαλοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά.

Βλέπετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ φώναξαν οἱ τυφλοί, τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, τοὺς ἐσπλαχνίσθη καὶ τοὺς ἔκανε καλά.
-Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ μοῦ πῆτε.
Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, μέσα στὴν ἐκκλησία! Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται τὸ εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνουν τὰ ἅγια, τὴν ὥρα ποὺ κρατάει ὁ παπᾶς τὸ δισκοπότηρο, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ναί, αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας. Κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο δισκοπότηρο εἶνε ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύεις; Ἔλα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Στὴ θεία λειτουργία τὸ λέμε πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» πάνω ἀπὸ πενήντα φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Δὲν ὑπάρχει κατάνυξις καὶ προσοχή.

Τὸ λέγανε καὶ πρὶν διακόσα χρόνια, μὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ λέγανε κλαίγανε.
«Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ἡ χήρα.
«Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε τὸ ὀρφανό,
«Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ σκλαβωμένος Ἕλληνας.
«Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ τσομπάνος.
«Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ χωριάτης.
«Κύριε, ἐλέησον», τὸ ἔλεγαν ὅλοι.


Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ λέγανε, τὸ πίστευαν ἀκραδάντως. Τώρα δὲν πιστεύουμε.

Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔφτανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα. Ἔπεφτε λ.χ. ἀκρίδα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ δὲν ἔμενε τίποτε. Καὶ πήγαιναν στὰ Μετέωρα, παίρνανε τὰ ἅγια λείψανα στὰ χέρια τους στὴν Καλαμπάκα καὶ στὰ Τρίκαλα (ειχανε ἀγάπη καὶ ὁμόνοια μεταξύ τους, νηστεύανε τρεῖς μέρες, δὲν σμίγανε τὰ ἀντρόγυνα), καὶ κάνανε λιτανεία καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φωνάζανε «Κύριε, ἐλέησον»· ἔ, δὲν περνοῦσε μέρα, καὶ ἕνας ἄνεμος ἔπαιρνε τὶς ἀκρίδες καὶ τὶς ἔρριχνε μέσα στὸν Πηνειὸ ποταμὸ καὶ δὲν ἔμενε οὔτε μία. Νά τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν κανεὶς πιστεύῃ πραγματικά.
Ἀλλοῦ πάλι ἔπεφτε χολέρα καὶ θέριζε τοὺς ἀνθρώπους. Ἑκατό, διακόσοι νεκροί· δὲν προλαβαίνανε ν᾿ ἀνοίγουν τάφους. Καὶ πάλι νηστεύανε, κάνανε λιτανεία μὲ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ἁγίου Νικάνορος καὶ ἄλλων ἁγίων, καὶ βγαίνανε ἔξω στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνὰ καὶ παρακαλούσανε τὸ Θεό, καὶ ἡ χολέρα κοβότανε μὲ τὸ μαχαίρι.
Καὶ ἀλλοῦ πάλι, ποὺ εἶχε ἀνομβρία καὶ δὲν ἔπεφτε σταλαγματιὰ καὶ ἡ γῆ ἤτανε σὰν τὸ κεραμίδι, ἔβγαιναν πάλι ἔξω μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα καὶ παρακαλοῦσαν. «Κύριε, ἐλέησον» λέγανε μὲ τὴν καρδιά τους, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε καὶ μούσκευε τὸ χῶμα.
Καὶ ἀλλοῦ, ποὺ γινόταν σεισμός, γονατίζανε καὶ προσευχότανε. «Κύριε, ἐλέησον» λέγανε, καὶ σταματοῦσε ὁ σεισμός.

Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά· τὰ θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι. Ζωντανὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας· ἀρκεῖ μόνο νὰ ἔχουμε δυνατὴ πίστι.

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»;

Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός μας. Καὶ ὅπως ἐρώτησε τοὺς δύο τυφλούς, ἐρωτᾷ κ᾿ ἐμένα, ἐρωτᾶ κ᾿ ἐσᾶς, ἐρωτᾷ ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ λέει· «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Ἂς ἀπαντήσῃ ὁ λαός μας, ἂς ἀπαντήσουμε κ᾿ ἐμεῖς; Ἂν ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας «Ναί, Κύριε», τότε τὰ ἄστρα θὰ κατεβοῦν στὴ γῆ. Τότε θὰ δοῦμε θαύματα μεγάλα.


Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Χριστό μας, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Πίστι, ἀδέρφια μου, χρειαζόμεθα· πίστι σὰν ἐκείνη ποὺ εχανε οἱ δύο τυφλοί. Νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, ὅπως εχανε οἱ πρόγονοί μας. Καὶ ὅταν ἔχουμε πίστι στὴν καρδιά, τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Τότε κ᾿ ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ζήσουμε καλὰ καὶ εὐλογημένα, καὶ ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, φτερὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ μᾶς πᾶνε στὰ οὐράνια σκηνώματα. Καὶ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ ὑμνοῦμε αἰωνίως τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων.


† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου - Φλωρίνης 25-7-1971)
augoustinos-kantiotis.gr

πηγή    http://xristianos.gr/


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Τρεις μάρτυρες-αδέλφια.Οι άγιοι Μανουήλ,Σαβέλ και Ισμαήλ(+17 Ιουνίου)


Τρεις μάρτυρες-αδέλφια.Οι άγιοι Μανουήλ,Σαβέλ και Ισμαήλ(+17 Ιουνίου)

Мученики Мануил, Савел и Исмаил
Και οι τρεις ήταν αδέλφια από την Περσία (ο πατέρας τους ήταν πυρολάτρης, ενώ η μητέρα τους χριστιανή και τους μετέδωσε τη χριστιανική αγωγή, ενώ τη χριστιανική μόρφωση κάποιος ευλαβής Ιερέας ονόματι Εύνικος) και είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη για κάποια αποστολή.
Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής τους, συνέβη να δουν στη Χαλκηδόνα τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, που θυσίαζε στα είδωλα εν μέσω πομπής. Το θέαμα αυτό τους λύπησε πολύ και εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια τους για το κράτος, που ο ηγέτης του γινόταν ένοχος τέτοιας ασέβειας.
Мчч. Мануил, Савел и Исмаил
 Κάποιοι καταδότες όμως, που τους άκουσαν, τους κατάγγειλαν στον Ιουλιανό. Αυτός διέταξε αμέσως οι τρεις Πέρσες ν’ αρνηθούν το Χριστό. Αλλά και αυτοί με τη σειρά τους αποκρίθηκαν ότι τους εαυτούς τους προ πολλού είχαν αρνηθεί και ότι είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους για το Χριστό, στον οποίο έχουν παραδώσει την ψυχή τους. Τότε άρχισε ο βασανισμός τους.
Διαπέρασαν τους αστραγάλους τους με μυτερό αντικείμενο και έκαψαν τις μασχάλες τους με αναμμένες λαμπάδες. Κατόπιν τους αποκεφάλισαν.
Мученики Мануил, Савел и Исмаил
Αλλά η θεία δίκη δεν άργησε να έλθει. Όταν μετά από λίγο ο Ιουλιανός εξεστράτευσε κατά των Περσών, σε κάποια μάχη, πληρώνοντας για τις αμαρτίες του, έπεσε νεκρός στο άνθος της ηλικίας του.
 Πηγή:  “Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας” του Χρήστου Δ. Τσολακίδη

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

«Ω! πόσο ωραίο είναι το φως! Ι. Πολέμης.

Είπεν Εκείνος, που ζωή και φως αιώνιον είναι.

--«Στην Κολυμβήθρα του Σιλωάμ σύρε, τυφλέ, και πλύνε  τ΄ άφωτα μάτια σου». Και να, πριν καν προφτάση ακόμα

να πλύνη από την όψη του το λασπωμένο χώμα,
ζωής ποτάμι ανάβρυσε, φωτός πλημμύρα εχύθη

στη διψασμένη του ψυχή, στα σκοτεινά του στήθη

κι έκραξ΄ ολόχαρος, ψηλά σηκώνοντας τα χέρια:

--«Ω! πόσο ωραίο είναι το φως! Πώς αγκαλιάζει ακέρια



την πλάση! Πώς χωρίζονται τα χρώματα μπροστά του!
Αυτή είν΄ η γη, που ξέφευγε τα βήματά μου κάτου;
Αυτοί είν΄ οι κάμποι, τα βουνά, τα δέντρα; Αυτή είν΄ η μέρα,
Που μες στη νύχτα τη βαθιά την άκουγα; ω μητέρα,
εσύ ΄σαι, που μ΄ εγέννησες και μ΄ έκανες να νιώσω
πόσο γλυκιά θάν΄ η ζωή για όσους τη βλέπουν, πόσο
πικρή γι΄ αυτούς, που την ακούν βαθιά φυλακισμένοι
στα κάτεργα της σκοτεινιάς, ξένοι στον κόσμο, ξένοι,
πίσω απ΄ αδιάβατο βουνό με δίχως μονοπάτια!

Ω μάτια, που με βλέπετε και που σας βλέπω, ω μάτια,
Θρόνοι, που κάθεται η ψυχή στα δυο σας μοιρασμένη
κι αναγαλλιάζει λαμπερή κι αθανασία προσμένει
ω μάτια, που με τη ζωή με δένετε με τόσα,
με τόσα νήματα χρυσά, μ΄ όσες ματιές, ποια γλώσσα
μας λέει όσα μας λέτε σεις δίχως φωνή και λέξη;
ποιο στόμα, ροδοστέφανα χαμόγελα κι αν πλέξη,
μας δείχνει τη χαρά, όσο σεις σε μια σας λάμψη μόνο;
ποιος στεναγμός και ποια κραυγή θα δείξουν τόσον πόνο
όσο ένα δάκρυ σας βουβό; ποιο βελουδένιο χέρι
ξέρει τα χάδια της ψυχής, που μια ματιά σας ξέρει;

Ω μάτια, που φωτίσατε τ΄ άβουλα βήματά μου,
ω μάτια, εσείς, που φέρνετε τα χέρια μου με τάξη,
όπου η ψυχή μου ορέγεται κι ο νους όπου προστάξη!
ω μάτια, που με βλέπετε κι ω μάτια που σας είδα,
ζωή κι αγάπη και χαρά και απαντοχή κι ελπίδα
όλα είν΄ ωραία και ποθητά κι είν΄ όλα αγαπημένα,
όλα είν΄ ωραία μαζί με σας, χωρίς εσάς κανένα!...»



Τέτοια ο τυφλός, ο πριν τυφλός, βαδίζοντας ελάλει
ως τη στιγμή, που απήντησε το Ναζωραίο και πάλι.

Κι είπεν Εκείνος, που ζωή και φως αιώνιον είναι:

--«Εγώ σου χάρισα το φως, τυφλέ, σκέψου και κρίνε
ποιος είμαι». Κι είπε ο τυφλός: «Και θέλει σκέψη τάχα;
ποιος άλλος κυβερνάει το φως, παρά ο Θεός μονάχα

Ι. Πολέμης.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Το κρεββάτι


Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
«Έγειραι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει» (Ιωάν. 5, 8). Με τη φράση αυτή ο Χριστός θαυματουργεί. Θεραπεύει τον παράλυτο της Βηθεσδά, ο οποίος επί τριάντα οκτώ έτη υποφέρει. Ο Χριστός θεραπεύει τον πόνο του παραλύτου, τόσο τον σωματικό όσο και τον ψυχικό από τη δοκιμασία. Θεραπεύει την μοναξιά του, καθότι δεν είχε κάποιον άνθρωπο να τον βοηθήσει. Θεραπεύει και την λύπη του γιατί δεν μπορούσε ναεπωφεληθεί από το θαύμα της ταραχής του ύδατος στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά. Ένας κάθε φορά θεραπευόταν. Όποιος προλάβαινε να πέσει πρώτος, με την εμφάνιση του Αγγέλου. Και ο παράλυτος ήταν καταδικασμένος να μην μπορεί ναν ζήσει το θαύμα. Ούτε να ελπίσει σ’ αυτό. Έτσι, ο Χριστός του δίνει την υγεία και τον γιατρεύει από τις πληγές του σώματος και της ψυχής.
Την ίδια στιγμή όμως ο Χριστός του ζητά να κάνει κάτι. Να σηκωθεί και να πάρει στους ώμους το κρεβάτι του και να περπατήσει. Η έγερση ήταν το σημείο της θεραπείας. Το ίδιο και το βάδισμα του πρώην παραλύτου. Γιατί όμως ο Χριστός του ζητά να πάρει στους ώμους του το κρεβάτι;

Αξίζει να σκεφτούμε ότι ο Χριστός γνώριζε καλά πως η άρση του κρεβατιού θα θεωρούνταν εργασία από τους φανατικούς Ιουδαίους και μάλιστα την ημέρα του Σαββάτου. Ήταν βέβαιο ότι ο θεραπευθείς παράλυτος θα γνώριζε την κατάκριση. Το ίδιο και Εκείνος που τον θεράπευσε και του ζήτησε να σηκώσει το κρεβάτι στους ώμους. Έτσι ο Χριστός στην ουσία φαίνεται να προκαλεί τους Ιουδαίους να τον κατηγορήσουν για παράβαση του μωσαϊκού νόμου. Την ίδια στιγμή βάζει σε άλλη περιπέτεια αυτόν που είχε βρει την λύτρωση. Εκείνος έζησε στη μοναξιά του επί πολλά χρόνια. Τώρα θα κινδυνεύσει με μιαν άλλη μοναξιά: αυτή της περιθωριοποίησης εξαιτίας της ασέβειας που επέδειξε έναντι του νόμου. Έτσι, ελαττώνεται η αξία της ευεργεσίας και ο ευεργετηθείς καλείται να περάσει μία νέα δοκιμασία. Γιατί λοιπόν ο Χριστός δεν αρκείται στην ευλογία του θαύματος;

Η άρση του κρεβατιού αποτελεί για τον Χριστό ένα σημείο-κλειδί στο θαύμα που κάνει στον παράλυτο. Η άρση δηλώνει ότι τα βάρη της ζωής δεν σηκώνονται με το θαύμα. Αντίθετα, ο άνθρωπος που γεύεται το θαύμα καλείται να μη μείνει σ’ αυτό, αλλά να προχωρήσει στη ζωή του και στη σχέση του με το Θεό σηκώνοντας το σταυρό του. Ο Χριστός δεν υπόσχεται στον παράλυτο ζωή χαρισάμενη. Του υποδεικνύει ότι καθώς έλαβε την ευλογία, καλείται να την αξιοποιήσει κάνοντας αυτό που δεν μπορούσε να κάνει τα προηγούμενα χρόνια. Να εργαστεί δηλαδή, όχι μόνο υλικά, αλλά και πνευματικά. Συχνά στην ζωή της πίστης οι άνθρωποι προσμένουμε θαύματα ή ευλογίες. Και όταν τα ζούμε, νιώθουμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας ως οι ευλογημένοι από το Θεό, χωρίς να χρειαστεί να δείξουμε ότι είναι ανάγκη να κουραστούμε για να καταστήσουμε την ευλογία ενεργή. Και αυτό γίνεται δια της εργασίας, τόσο εν τω κόσμω όσο και εν πνεύματι. Η προσευχή, η άσκηση, η αγάπη, η κάθαρση της καρδιάς, ακόμη και η αποδοκιμασία από τους άλλους είναι ο σταυρικός δρόμος, είναι η άρση του κρεβατιού που δείχνει την ευθύνη μας έναντι του Θεού, ώστε η δωρεά που μας δίδεται, είτε αυτή είναι της ίδιας της πίστης είτε εντοπίζεται σε οιαδήποτε ευλογία να μην καταστεί άδωρη.
Το κρεβάτι ήταν η προέκταση του σώματος του παραλύτου. Ο Χριστός, με την εντολή του, δείχνει στον θεραπευμένο ότι δεν θα πρέπει να ξεχνά τι πέρασε. Και το κρεβάτι αυτό συμβολίζει. Τα χρόνια του πόνου. Τα χρόνια της λύπης. Η μνήμη των δοκιμασιών, όπως επίσης και της αμαρτίας και του θανάτου, αποτελεί για τον άνθρωπο σημείο που τον κρατά προσγειωμένο στη ζωή. Το κρεβάτι γίνεται το σύμβολο εκείνο που θα βοηθήσει τον παράλυτο να μην παρασυρθεί στη ζωή της αμαρτίας. Γι’ αυτό και ο Χριστός θα του τονίσει: «μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάν. 5, 14). Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε σύμβολα στη ζωή μας, τα οποία θα μας βοηθούν να μην λησμονούμε. Και τα σύμβολα δεν έχουν να κάνουν μόνο με αυτά που χαιρόμαστε να θυμόμαστε. Τα σύμβολα λειτουργούν ανακλητικά και ταυτόχρονα αποτρεπτικά. Ως παράδειγμα για να αποφύγουμε λάθη.
Το κρεβάτι, τέλος, αποτελούσε το οφθαλμοφανές σημείο του θαύματος για τους άλλους. Απέναντι στο Χριστό, απέναντι στην πίστη, ο καθένας καλείται, κατά την προαίρεση της καρδιάς του, να πάρει θέση. Και ο Χριστός, ενίοτε, δεν μιλά με παροιμίες ή με ιδέες ή με πληροφορίες. Δείχνει τη δύναμή Του και την θαυματουργία Του. Εκεί φαίνεται η καρδιά μας. Οι Ιουδαίοι δεν δόξασαν το Θεό για το μέγεθος του σημείου. Στενόκαρδοι και εμπαθείς, αλλά και κακοί έμειναν στο περιτύλιγμα και απέφυγαν την ουσία. Ασφαλώς θα υπήρξαν και άλλοι, οι οποίοι θα δόξασαν το Θεό για ό,τι είδαν τα μάτια τους. Έναν «άταφο νεκρό» να ανασταίνεται και να παίρνει στους ώμους του τον τάφο του. Αυτή την ανάσταση καλούμαστε να δούμε κι εμείς σήμερα. Μέσα από τα πρόσωπα των Αγίων μας, αλλά και τον διαρκή αναβαπτισμό μας στο θαύμα της Βηθεσδά που είναι η κολυμβήθρα της μετανοίας, την οποία η Εκκλησία συνεχώς μας προσφέρει. Να δοξάσουμε το Θεό διότι δεν εξέλειπε η πίστη. Και να μην εντοπίζουμε την κριτική μας και την μικροψυχία μας σε λεπτομέρειες τυπολατρίας και ματαιότητας, οι οποίες μας στερούν την διαύγεια του φωτεινού παραδείγματος και της ελπίδας, την οποία μάς δίνει η παρουσία του Χριστού.
Το κρεβάτι για τον θεραπευθέντα παράλυτο είναι την ίδια στιγμή η ανάληψη της ευθύνης και το σημείο της ευλογίας. Είναι η υπόμνηση της αμαρτωλότητας και της δύναμης του Χριστού. Αλλά και για όλους μας αφορμή να προβληματιζόμαστε πάνω στις δωρεές της αγάπης του Θεού και στις δυνατότητες αναβαπτισμού μας στην πίστη. Ο Χριστός δεν θα πάψει να μας τονίζει ότι χωρίς Εκείνον, αλλά και χωρίς κόπο και ευθύνη «ουκ έστι σωτηρία». Αυτός ας είναι ο δρόμος μας.

Αναρτήθηκε από 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...