Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άλωση Κωνσταντινούπολης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άλωση Κωνσταντινούπολης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

20 τραγούδια – θρήνοι για την Πόλη

 


 





γράφει το μέλος Νεκταρία Καραντζή (gate) * 


"...Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι..."

Οι θρήνοι για την άλωση, γνήσια δημιουργήματα της λαϊκής έμπνευσης, εκφράζουν τη θλίψη των «Ρωμιών» για το «πάρσιμο της Πόλης απ’ την Τουρκιά» αλλά και την ελπίδα της επανάκτησης των «αλησμόνητων πατρίδων». Θλίψη και ελπίδα δένονται αρμονικά σε ήχους αργούς και μελικούς. Αλλοτε όμως οι ήχοι τους έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια τους και είναι χαρμόσυνοι. Αυτό, όπου έγινε, έγινε σκόπιμα, για να μπορούν τα τραγούδια αυτά να τραγουδιούνται από τους έλληνες στα πανηγύρια τους, χωρίς να δίνουν στόχο για το περιεχόμενό τους, αλλά αντίθετα να δίνουν την αίσθηση πως επρόκειτο για τραγούδια γιορτινά, κατά πως πρόσταζε η περίσταση, ώστε να μη δίνουν στόχο στους Τούρκους, οι οποίοι πλέον επέβλεπαν κάθε κίνηση τους και να μπορούν ταυτόχρονα τα τραγούδια αυτά να περνούν, απαρατήρητα από τον κατακτητή, από στόμα σε στόμα από γενιά σε γενιά.
Είκοσι από αυτά τα τραγούδια – θρήνους για την άλωση, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, θα θυμηθούμε στη συνέχεια, με την πολύτιμη βοήθεια του «Αρχείου Ελληνικής Μουσικής», που οι άνθρωποί του με μεράκι και φροντίδα συγκεντρώνουν και καταγράφουν κάθε λογής παραδοσιακό τραγούδι του τόπου μας. (Για το «Αρχείο Ελληνικής Μουσικής» βλ. περισσότερες λεπτομέρειες στην Βιογραφία του Χρόνη Αηδονίδη στην κατηγορία «βιογραφίες» του MusicHeaven.


1.«Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι
Πώ ΄χει σαρανταδυό ΄κλησιές κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και ψάλτης» (Ηπείρου)

2.«Ν’ ανέβαινα πολύ ψηλά, ψηλά παν’ τα ουράνια
Να διω την Πόλ’ πως καιητι, τα κάστρα πως ρημάζουν
΄Πο μια μερια ν ‘ ιδείν φωτιά, ‘πο την αλλ’ χάρος την δέρνει
Τα μοναστήρια καίγουντι κι οι εκκλησιές χαλιούντι
Πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με τσ’ νύφες
Πήραν μια χήρα παπαδιά με δυο με τρεις νιφάδες» (Μάλγαρα Ανατ.Θράκης)

3.«Να ΄μαν δεντρί στη Βενετιά, χρυσή μηλιά στην Πόλη
και κόκκινη τριανταφυλλιά, μεσ’ τους επτά ουράνους
Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πως τουρκεύει
Πόλη μου για δεν χαίρεσαι, για δε βαρείς παιγνίδια
Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιχνίδια
Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρνει ο Τούρκος
Κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά, Φράγκος με πολεμάει…» (Καππά Καρδίτσας)
ΤΟ ΜΑΝΤΑΤΟ
Η είδηση της Αλωσης, στους θρήνους, φτάνει άλλοτε από το πουλί που γυρνά με καμένα φτερούδια από την Πόλη, άλλοτε από το παιδί της χήρας που διαβάζει τα χαρτιά, άλλοτε από το καράβι κι άλλοτε από άγγελο σταλμένο απ’ το Θεό…: «ας πάψει το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει…»
4.«Ένα πουλάκι ξέβγαινε πω μέσα από την Πόλη,
Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και κεντημένα
Κι ήταν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα
πες μας πες μας πουλάκι μου, κανα καλό χαμπάρι
Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω
Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι
Πήραν και την Αγια Σοφιά.»(Ελασσόνας)

5.«Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλιν
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.» (Πόντου)
6.«Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
Βγάλτε παπάδες τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
Γιατί μωρέ γιατ’ είναι θέλημα Θεού
Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» (Ηπείρου)

7«Γιατί πουλί μ΄ δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα
Για πως μπορώ να κελαηδώ ;
Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λαλιά μου
Μας πήρανε μπρ’ αμάν την Πόλη μας και την Αγια Σοφιά μας
Κλαίγει πικράν η Παναγιά» (θρήνος Θράκης)

8.«Εσείς πουλιά πετούμενα, πετάτε στον αέρα
Στείλτε χαμπέρια στη Φραγκιά στη Μοσχοβιά μαντάτα
Πήραν την πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Και η κυράτσα Παναγιά στην πόρτα ακουμπισμένη
Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει
Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες,
εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…» (Δυτ. Μακεδονίας)

9.«Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα, πιτάτι στουν αέρα
Χαμπέρ να πάτι στο Μοριά, χαμπέρι στην Ελλάδα:
«Τούρκοι την Πόλη πήρανε» , πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την’ Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
Πώ χει τριακόσια σήμαντρα κι αξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος
Τούρκοι την Πόλη πήρανε..» (Νιγρίτα Σερρών)

10.«Από την Πόλη ως τη Σαλλονίκη, Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει
Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει, νούδι γκιζιρούσι, νούδι κι πετούσι
Μον΄ περπατούσι κι ηλεγεν Ελένη μ’ πήραν την πόλ’ πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν την Πολ’ πήραν την Σαλλονίκη, πήραν το Μέγα Μοναστήρι
Πω χει τριακόσια σήμαντρα Ελένη μ’ κι ηξήντα δυο καμπάνες
Κι ηξήντα δυο καμπάνες και χίλιους καλογέρους» (Καρδίτσας)


11.«Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
γιε μ’ τους κάμπους ν΄ αγναντέψω,
πέρδικα, μαρή πέδικά μου.
Βρίσκω μια πετροπέρδικα, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μια πετροπεριστέρα
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου.
Να λέει τραγούδι θλιβερό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ να λέει μοιρολόγι
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μοιρολογάει και λέει,
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Οι Τούρκοι επήραν τη Σοφιά, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ το Μέγα Μαναστήρι
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου
Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά
Πήραν μανάδες και παιδιά μου…» (Ανατ. Στερεάς Ελλάδας)
12. «Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.»
13.«Στην Πόλη γράφουν τα χαρτιά, στη Σαλλονικ’ τα στέλνουν
Κανάς δεν πάει να τα δει, κανάς δεν τα διαβάζει
Μόνο της χήρας το παιδί πααιν΄ και τα διαβάζει
Η μάνα του τον ρώτησι κι η μάνα του του λέει
Παιδί μ’ τι γράφουν τα χαρτιά, τι μολογάει το γράμμα
Αυτό που γράφουν τα χαρτιά ο Θιός να μην το δώσει
Θέλει να γίνει πόλεμος, η Πόλη να τουρκέψει» (Σαγιάδες Τρικάλων)
14.«Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄ την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι». (Θράκης)
15.«Τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Αγον Όρος
Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν
Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη
Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου
Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Πώ ΄χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες» (Μακεδονίας)

16.«Τρεις καλογέροι κρητικοί, ωρέ και τρεις Αγιονορείτες
καράβι ν’ α – κι αμάν αμάν, καράβι ν’ αρματώνανε
Καράβι αναματώσανε σ’ ένα βαθύ λιμάνι
Φωνή ακόυστη εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Πήραν την Πόλη, πήραν την , πήραν τη Σαλλονίκη
πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι…»(Πελοποννήσου)

17.«Σήμερα ψέλνουν εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια
Ψέλνει και η Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς
Ψιλή φωνή εξέβγηκε μέσα απού τα ουράνια:
«Αγία Σοφία πάρθηκε σ’ Αγαρηνών τα χέρια
να κόψουνε οι ψαλμωδιές» (Μ. Ασίας, Βιθυνίας)


«…ΤΟ ΄ΝΑ ΦΩΡΤΩΝΕΙ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΛΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ…»
Μετά την άλωση οι πιστοί έτρεξαν να περισώσουν τα ιερά τους, την άγια τράπεζα, το σταυρό, το ευαγγέλιο, τα εικονίσματα. Τα καράβια ετοιμάζονται για το έργο της μεταφοράς. Το μοτίβο γνωστό και κοινό σε πολλά τραγούδια του τόπου μας.

18.«Τρία καράβια – βόηθα Παναγιά – τρία καράβια φεύγουνε
που μέσα που την Πόλη, κλαίει καρδιά μ’ κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το ΄να φουρτώ – βόηθα Παναγιά – το ’να φουρτώνει το σταυρό
Κι τα’ άλλου του Βαγγέλιου κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το τρίτο το – βοήθα Παναγιά – το τρίτο το καλύτερο
Την Αγια Τράπεζά μας, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Μη μας τα πά – βόηθα Παναγιά – μη μας τα πάρουν οι άπιστοι
Και μας τα μαγαρίσουν, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Η Παναγιά αναστέναξι κι δάκρυσαν οι κόνις….» (Ανατ. Θράκης)

19«Μον’ δώστε λόγο στη Φραγκιά, να’ ρθουν τρία καράβια
Το ΄να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το ευαγγέλιο
Το τρίτο το τρανίτερο την άγια τράπεζά μας
Μη μας τα πάρουν οι άπιστοι και μας τα μαγαρίσουν
Κι η Δέσποινα ως τα’ άκουσε, τα μάθια τσε δακρύσαν
Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ την επαρηγορούσαν
Σώπασ’ αφέντρα μ’ και κυρά και μην πολύ δακρύζεις
Πάλαι με χρόνια με καιρούς, πάλαι δικά μας θα ’ναι» (Βορείου Αιγαίου)


«…ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ, ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ…»
Η ελπίδα της απελευθέρωσης της Πόλης, συνόδευε τα τραγούδια και τους θρήνους των «ρωμιών» από τα πρώτες κι όλες εκείνες μέρες της άλωσης. Ονειρεύονταν το χτίσιμο ξανά της Πόλης και το «ξαναλειτούργημα» στην Αγια Σοφιά, όνειρο που αποτύπωνεται στους στίχους των θρήνων τους…

20. «Ανάμεσα τρεις θάλασσες, τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο
Ανάμεσα τρεις θάλασσες, καράβι κινδυνεύει
Με τ’ άργανα κιντύνευε, τριαναταφυλλάκι μ’ κόκκινο,
Με τ’ άργανα κιντύνευε, με τον αέρα σειώταν
Και με τα χαλκοτύμπανα, μαζώνοντ’ αντρειωμένες.
Μαζώνουνταν, συνάζουνταν, πύργον θέλουν να στήσουν,
Να στήσουν την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι.
Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν
Κι οι Αγγελοι απ’ τον ουρανό βάζουν τα κεραμίδια» (Θεσσαλίας (Πηλιορείτικο


Περισσότερα: http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=148#ixzz3NrQDEgB7

Σαβίνα Γιαννάτου - Γιατί πουλί μ' δεν κελαηδείς (subtitles)


Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Μάνος Χατζιδάκις - Νυχτερινός άγγελος




ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ συνθέτης: Μάνος Χατζιδάκις, στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης, τραγούδι: Στέλιος Μαρκετάκης

Κάθε πρωί μέσ’ στην Αγιά Σοφιά
όταν κοιμούνται όλοι
βγαίνει ένας άγγελος να δει
βγαίνει να δει
τη χαλασμένη Πόλη.

Ψάχνει για φως μέσ’ στα σκοτεινά
κι όπως γυρίζει μοναχός
είν’ ένας άγγελος αϊτός
που μας κοιτάζει απ’ τα βουνά.

Ένας καπνός το βράδυ θ’ απλωθεί
τον κόσμο να σκεπάσει
κι όσα έχουν τώρα ξεχαστεί
σε μια γραφή
θα σκύψει να διαβάσει.

Νύχτα βαθιά πάνω απ’ τα νερά
φυσάει ο αγέρας δυνατός
είν’ ένας άγγελος αϊτός
που μέσ’ στον κόσμο προχωρά.

Αναρτήθηκε από   PanAndriopoulos

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Άλωση της Πόλης, θρύλοι και παραδόσεις

29η Μαΐου, 2:30 τό μεσημέρι: Ἡ χιλιόχρονη βυζαντινή αὐτοκρατορία εἶχε καταλυθεῖ. Καμιᾶς πολιτείας ἡ πτώση δέν θρηνήθηκε τόσο πολύ ὅσο τῆς Πόλης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐπειδή ὡς τό 1453 εἶχε παραμείνει τό ἀδούλωτο προπύργιο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Ἡ ἀντίσταση τῶν πολιορκουμένων μπροστά στούς πολυάριθμους ἄπιστους γιά τήν πατρίδα καί τή θρησκεία, ἔμεινε χαραγμένη στόν ὑπόδουλο Ἑλληνισμό καί δημιούργησε τήν ἐθνική συνείδηση στούς 4 αἰῶνες σκλαβιᾶς. .... Οἱ Ἕλληνες μόλις διέτρεξε ἡ φήμη πώς ἔπεσε ἡ Πόλη, ἄλλοι ἄρχισαν νά τρέχουν πρός τό λιμάνι στά πλοῖα τῶν Βενετσιάνων καί τῶν Γενοβέζων καί καθώς ὁρμοῦσαν πολλοί πάνω στά πλοῖα βιαστικά καί μέ ἀκαταστασία χάνονταν, γιατί βουλίαζαν τά πλοῖα. Καί ἔγινε ἐκεῖνο πού συνήθως γίνεται σέ τέτοιες καταστάσεις. Μέ θόρυβο, φωνές καί χωρίς καμιά τάξη ἔτρεχαν νά σωθεῖ ὁ καθένας μέσα σέ σύγχυση...

Ἕνα μεγάλο πλῆθος ἄνδρες καί γυναῖκες, πού ὅλο καί μεγάλωνε ἀπό τούς κυνηγημένους, στράφηκε πρός τόν πιό μεγάλο ναό τῆς Πόλης, πού ὀνομάζεται Ἅγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν ἐδῶ ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Σέ λίγο ὅμως πιάστηκαν ἀπό τούς Τούρκους χωρίς ἀντίσταση. Πολλοί ἄνδρες σκοτώθηκαν μέσα στό ναό ἀπό τούς Τούρκους. Ἄλλοι πάλι σ' ἄλλα μέρη τῆς Πόλης πῆραν τούς δρόμους χωρίς νά ξέρουν γιά πού. Σέ λίγο ἄλλοι σκοτώθηκαν, ἄλλοι πιάστηκαν καί πολλοί ὅμως ἀπό τούς Ἕλληνες φάνηκαν γενναῖοι ἀντιστάθηκαν καί σκοτώθηκαν, γιά νά μή δοῦν τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τούς σκλάβους.
"Σέ ὅλη τήν Πόλη τίποτε ἄλλο δέν ἔβλεπες παρά αὐτούς πού σκότωναν καί αὐτούς πού σκοτώνονταν αὐτούς πού κυνηγοῦσαν καί κείνους πού ἔφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Ἀπόδειξις ἱστοριῶν" (μετάφραση). Ὁ λαός διέδιδε μέ τό τραγοῦδι τοῦ τό σκληρό μήνυμα ὡς θέλημα Θεοῦ. Πῆραν τήν πόλιν, πῆραν τήν, πῆραν τή Σαλονίκη, πῆραν καί τήν Ἁγία Σοφιά, τό μέγα Μοναστῆρι, πού εἶχε τριακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα καί παπάς, κάθε παπάς καί διάκος. Σιμά νά βγοῦν τά ἄξια κι ὁ βασιλιάς τοῦ κόσμου φωνή τούς ἠρθ' ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ' Ἀρχαγγέλου στόμα. Στίς 2:30 τό μεσημέρι ἡ χιλιόχρονη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία τό σύμβολο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, εἶχε καταλυθεῖ.

Ἡ Λαϊκή μοῦσα θρηνεῖ γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης: "Πάψετε τό Χερουβικό, κι ἄς χαμηλώσουν τ' Ἅγια γιατί εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἡ Πόλη νά τουρκέψη". "Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καί δάκρυσαν οἱ εἰκόνες". Ἀλλά τό γενναῖο φρόνημα τοῦ ἔθνους μέ αἰσιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μήν κλαίς καί μή δακρύζης, πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί". Θρῆνος κλαυθμός καί ὀδυρμός καί στεναγμός καί λύπη, Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἐπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. Ἐχάσασιν τό σπίτιν τους, τήν Πόλιν τήν ἁγία, τό θάρρος καί τό καύχημα καί τήν ἀπαντοχήν τους. Τίς τό 'πεν; Τίς τό μήνυσε; Πότε 'λθεν τό μαντάτο; Καράβιν ἐκατέβαινε στά μέρη τῆς Τενέδου καί κατέργον τό ὑπάντησε, στέκει καί ἀναρωτᾶ τό: -"Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καί πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ἐρκομαι ἄκ τά' ἀνάθεμα κι ἐκ τό βαρύν τό σκότος, ἄκ τήν ἀστραποχάλαζην, ἄκ τήν ἀνεμοζάλην ἀπέ τήν Πόλην ἔρχομαι τήν ἀστραποκαμένην. Ἐγώ γομάριν Δέ βαστῶ, ἀμέ μαντάτα φέρνω κακά διά τούς χριστιανούς, πικρά καί δολωμένα." (δημοτικό, ἀπόσπασμα).

Παραδοσιακοί καί θαυμαστοί θρῦλοι, ἀναπτύχθηκαν γύρω ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης, γιά νά θρέψουν τίς ἐλπίδες καί τό θάρρος τοῦ ἔθνους ἐπί αἰῶνες. "ΠΑλι μέ ΧρΟνουΣ καί καιροΥΣ" Ὅταν ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη στούς Τούρκους, ἕνα πουλί ἀνέλαβε νά πάει ἕνα γραπτό μήνυμα στήν Τραπεζούντα στήν Χριστιανική Αὐτοκρατορία τοῦ Πόντου γιά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης. Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ πῆγε κατευθείαν στή Μητρόπολη πού λειτουργοῦσε ὁ Πατριάρχης καί ἄφησε τό χαρτί μέ τό μήνυμα πάνω στήν Ἅγια Τράπεζα. Κανείς δέν τολμοῦσε νά πάει νά διαβάσει τό μήνυμα. Τότε πῆγε ἕνα παλλικάρι, γιός μίας χήρας, καί διάβασε τό ἄσχημο μαντάτο "Πᾶρθεν ἡ Πόλη, Πᾶρθεν ἡ Ρωμανία". Τό ἐκκλησίασμα καί ὁ Πατριάρχης ἄρχισαν τόν θρῆνο, ἀλλά ὁ νέος τους ἀπάντησε "Κι ἄν ἡ Πόλη ἔπεσε, κι ἄν πᾶρθεν ἡ Ρωμανία, πάλι μέ χρόνους καί καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί". Πᾶρθεν ἡ Ρωμανία Ἕναν πουλίν, καλόν πουλίν ἐβγαῖν' ἀπό τήν Πόλην οὐδέ στ' ἀμπέλια κόνεψεν οὐδέ στά περιβόλια, ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί' τόν κάστρον. Ἐσεῖξεν τ' ἕναν τό φτερόν σό αἷμα βουτεμένον, ἐσεῖξεν τ' ἄλλο τό φτερόν, χαρτίν ἔχει γραμμένον, Ἀτό κανείς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ' ὁ μητροπολίτης ἕναν παιδίν, καλόν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει. Σίτ' ἀναγνώθ' σῖτε κλαίγει, σῖτε κρούει τήν καρδίαν. "Ἀλί ἐμᾶς καί βάι ἐμᾶς, πᾶρθεν ἡ Ρωμανία!" Μοιρολογοῦν τά ἐκκλησιᾶς, κλαῖγνε τά μοναστήρια κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μή κλαίς, μή κλαίς Ἀϊ-Γιάννε μου, καί δερνοκοπισκᾶσαι -Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία 'πάρθεν. -Ἡ Ρωμανία κι ἄν περασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο. (Δημοτικό τραγοῦδι τοῦ Πόντου). 



"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ": Οἱ περισσότεροι τοπικοί θρῦλοι γιά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σέ ἕνα σημεῖο: ὅλοι δείχνουν ὅτι ὁ χρόνος σταμάτησε μέ τήν κατάληψη τῆς ἱερῆς πόλης τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς ἄπιστους Τούρκους καί ὅτι ἡ τάξη στόν κόσμο θά ἐπανέλθει μέ τήν ἀνακατάληψη τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τούς Ἕλληνες. Ἔτσι, καί στήν Ἤπειρο ὑπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ἕνα πουλί φέρνει τήν ἀναγγελία τῆς πτώσης τῆς Πόλης σέ μία ὁμάδα βοσκῶν πού ἐκείνη τή στιγμή ποτίζουν τά κοπάδια τους σέ ἕνα ποτάμι, Ὁ θρῦλος λέει ὅτι στό ἄκουσμα τῆς φοβερῆς εἴδησης τά νερά τοῦ ποταμίου σταμάτησαν νά κυλᾶνε, ἀφοῦ καί τό φυσικό στοιχεῖο θεώρησε ὅτι ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν κάτι τό ἀνήκουστο. Τό ποτάμι θά συνεχίσει καί πάλι νά κυλάει, μόλις ἀπελευθερωθεῖ ἡ Πόλη, συνεχίζει ὁ λαϊκός θρῦλος...

"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ": Κάποιος καλόγερος εἶχε ψαρέψει σέ ἕνα ποτάμι ψάρια καί τά τηγάνιζε κοντά στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Τή στιγμή ἐκείνη ἀκούστηκε ἀπό ἕνα πουλί τό μήνυμα τῆς πτώσης τῆς Κωνσταντινούπολης στούς Τούρκους. Ὁ καλόγερος σάστισε καί ἀμέσως τά μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν ἀπό τό τηγάνι καί ξαναβρέθηκαν στό ποτάμι. Ἐκεῖ ζοῦν αἰώνια μέχρι τή στιγμή τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Τούρκους, ὅποτε καί θά ξαναβγοῦν γιά νά συνεχιστεῖ τό τηγάνισμά τους.

"Ὁ Πύργος τῆς Βασιλοπούλας": Στά κάστρα τοῦ Διδυμότειχου ἕνας κυκλικός πύργος, ὁ ψηλότερος ὀνομάζεται "πύργος τῆς βασιλοπούλας". Ἡ παράδοση λέει πώς κάποτε ὁ βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας καί στή θέση τοῦ ἄφησε τήν κόρη του. Ὅταν τόν εἰδοποίησαν ὅτι ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι εἶχε τόση ἐμπιστοσύνη στήν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου ὥστε εἶπε: "ἄν σηκωθεῖ ἀπό τή χύτρα ὁ κόκορας καί λαλήσει, θά πιστέψω ὅτι κυριεύτηκε ἡ πόλη.". Οἱ Τοῦρκοι ὅμως χρησιμοποίησαν δόλο καί ἔδειξαν τό χρυσοκέντητο μαντήλι τοῦ βασιλιᾶ στήν κόρη του. Αὐτή μόλις τό εἶδε, τούς παρέδωσε τό κλειδί τοῦ κάστρου κι ἔγινε αἰτία τῆς ἅλωσης. Ὅταν κατάλαβε πώς τήν ξεγέλασαν, δέν ἄντεξε τήν ντροπή καί αὐτοκτόνησε πέφτοντας ἀπό τόν πύργο. Ἀπό τότε ὁ πύργος λέγεται τῆς βασιλοπούλας.

"ΟI ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ": Ἔ νᾶν ἀπό τούς πύργους τῶν τειχῶν τῆς Πόλης τόν ὑπεράσπιζαν τρία ἀδέρφια, ἄρχοντες Κρητικοί πού πολεμοῦσαν μέ τό μέρος τῶν Βενετῶν (ἡ Κρήτη τότε ἦταν κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Βενετῶν). Μετά τήν πτώση τῆς πόλης τά τρία ἀδέρφια καί οἱ ἄντρες τούς ἐξακολουθοῦσαν νά πολεμοῦν καί παρά τίς λυσσώδεις προσπάθειες τούς οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν κατορθώσει νά καταλάβουν τόν πύργο. Γιά τό περιστατικό αὐτό ἐνημερώθηκε ὁ Σουλτάνος καί ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τήν παλικαριά τους. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά τούς ἐπιτρέψει νά φύγουν μέ ἀσφάλεια ἀπό τόν πύργο καί νά πάρουν ἕνα καράβι μέ τούς ἄντρες τους καί νά γυρίσουν στήν Κρήτη. Πραγματικά ἡ πρόταση τοῦ ἔγινε δεκτή μέ τή σκέψη ὅτι ἔπρεπε νά μείνουν ζωντανοί γιά νά πολεμήσουν νά ξαναπάρουν τή Βασιλεύουσα πίσω ἀπό τούς ἀπίστους. Ἔτσι οἱ Κρητικοί ἐπιβιβάστηκαν στό πλοῖο τους καί ξεκίνησαν γιά τό νησί τους. Τό πλοῖο δέν ἔφτασε ποτέ στήν Κρήτη καί ὁ θρῦλος λέει ὅτι περιπλανιοῦνται αἰώνια στό πέλαγος μέχρι τή στιγμή πού θά ξεκινήσει ἡ μάχη γιά τήν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης ἀπό τούς Ἕλληνες. Τότε τό πλοῖο τῶν Κρητικῶν θά τούς ξαναφέρει στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά πάρουν καί αὐτοί μέρος στή μάχη καί νά ὁλοκληρώσουν τήν ἀποστολή τους καί τό ἑλληνικό ἔθνος νά ξανακερδίσει τήν Πόλη.

ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ koukfamily 
 
Πηγή:Ρωμαίϊκο Οδοιπορικό

από  http://agios-dimitrios.blogspot.com/2013/05/blog-post_420.html

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι…

     
Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι· καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ’ ἡμῖν νῦν· τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ’ ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤ ἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;» Ὁ βασιλεὺς δ’ ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ· «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα· καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ’ ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Απόδοση
(Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ’ όλη τη γη;» Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της· γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».
By Τρεχαντήρι     
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...