Ο άνθρωπος, λοιπόν, που δε βρίσκεται κοντά στο Θεό είναι ουσιαστικά νεκρός, έστω και αν εμφανίζεται ως ζωντανός, καθώς αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη του: «ότι όνομα έχεις ότι ζης και νεκρός ει» Αποκ. 3:1, και δε βρίσκει ο άνθρωπος την αιώνια ζωή, αν δεν επιστρέψει στο Θεό. Επιγραμματικά ο ιερός Αυγουστίνος θα τονίσει: «Η καρδιά μας είναι ανήσυχη ώσπου ν’ αναπαυθεί στο Θεό».
Ο ανήθικος βίος είναι γνωστό, επιφέρει μοιραία και την απώλεια του αξιώματος, οπότε ο άνθρωπος κατατάσσεται μεταξύ των ζώων. Διότι δεν είναι αρκετό να έχει κανείς μορφή ανθρώπου δια να είναι άνθρωπος, αλλ’ απαιτείται και η αρετή. Πιο συγκεκριμένα ο «τρισμάκαρ» Χρυσόστομος ορίζει τον άνθρωπο ως εξής: «Άνθρωπος γαρ έστιν, ουχ όστις απλώς χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί», και συνεχίζει ο ιερός πατήρ συμβουλεύοντας: «Τον άνδρα ουκ από των ιματίων, μάλλον δε ουδέ από του σώματος, αλλά από της ψυχής επαινείν».
Ο άνθρωπος, λοιπόν, αποτελεί το δημιούργημα που βρίσκεται πλησιέστερα προς το Δημιουργό και δεν είναι μόνο θεόπλαστος, δηλ. δημιούργημα διαμορφωμένο με τη θεία βούληση, αλλά και θεόπνευστος, αφού δημιουργήθηκε με την πνοή του θεού. Γι’ αυτό βλέπουμε το μεγάλο ενδιαφέρον των Πατέρων της Εκκλησίας για τον άνθρωπο, αφού ασχολήθηκαν και μόχθησαν για να τον γνωρίσουν και να τον βοηθήσουν. Δεν δίστασαν μάλιστα οι Τρεις Ιεράρχες να τονίσουν παράλληλα προς την πνευματική και διανοητική υπεροχή, την ελευθερία βουλήσεως και το αυτεξούσιο του ανθρώπου, τη μυϊκή του κατωτερότητα έναντι των άλλων ζωντανών οργανισμών, για να τεκμηριώσουν με αυτό τον τρόπο όχι μόνο την ετερότητα, αλλά και την υπεροχή του ανθρώπου, τον οποίο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ο Ναζιανζηνός χαρακτήρισε ως «πολυτροπώτατον των ζώων και ποικιλώτατον».
Ο «ουρανοφάντωρ του Χριστού» Μ. Βασίλειος, αυτός ο υπέροχος συγγραφέας και μεγάλος δάσκαλος της οικουμένης για να μας δώσει αυτή τη διαφορά, λέει ότι: «Όρθιον έπλασε μόνον των ζώων τον άνθρωπον, ίνα και εξ αυτού του σχήματος ειδής ότι εκ της άνωθεν συγγενείας εστίν η ζωή του. Τα μεν γαρ τετράποδα πάντα προς την γην βλέπει και προς την γαστέρα νένευκεν».
Αλλά και ο «χρυσόρρειθρος ποταμός» Χρυσόστομος (Μεγαλυνάριο, 13ης Νοεμβρίου), πλέκοντας το εγκώμιο του ανθρώπου, αναφέρει: «Και τον βραχύν τούτον και τρίπηχυν και τοσούτω των αλόγων ελάττωνα κατά την του σώματος ισχύν, υψηλότερον πάντων εποίησε, λογικήν ψυχήν αυτώ χαρισμένος, όπερ εστί μάλιστα τιμής τεκμήριον…». Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος θα σημειώσει: «…όσον λείπει (τω ανθρώπω) τη δύναμη του σώματος, τοσούτον περίεστι τη του λογισμού κατασκευή». Επανερχόμενοι και πάλι στον ιερό Χρυσόστομο θα γράψει ότι για τον άνθρωπο «…ο ήλιος φαίνει και σελήνη τρέχει, και αήρ εξεχύθη και πηγαί βρύουσι, και θάλασσα ηπλώθη…».
Είναι δηλαδή, όπως λέγουν πολλοί Πατέρες, ένα ενδιάμεσο ον μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων, το οποίο ο Θεός εγκατέστησε στον κόσμο ως βασιλέα και ιερέα. Ο δε ιερός Χρυσόστομος προσδιορίζοντάς το λέγει: «Εκ δύο συγκείμενος ουσιών, της μεν αισθητής, της δε νοητής και εν ουρανώ και εν γη συγγένειαν έχων…», και ο Μ. Βασίλειος συμπληρώνοντας χαρακτηρίζει τον άνθρωπο σύνθετο εκ ψυχής και σώματος, τα οποία δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, και καταλήγει ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά το ένα φροντίζει το άλλο, από τη δημιουργία του.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτός ο «ναός» του Θεού, βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων γι’ αυτό τέθηκε από το Θεό σαν άρχοντας επί της γης, ως «βασιλεύς, βασιλευόμενος άνωθεν», και κατά τον ποιητή του «Ποιητού του ουρανού και της γης» άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, αυτός καλείται να εργάζεται, σαν καλός οικονόμος του Θεού, την κτίση που τον τοποθέτησε και του πρόσφερε ο Θεός.
Η Αγία Γραφή τονίζει τη μεγάλη αξία του σώματος και ιδιαίτερα η Καινή Διαθήκη ξεχωρίζει το ανθρώπινο σώμα από κάθε άλλο, λόγω ακριβώς της σύνθεσης του ανθρώπου και από αόρατη φύση, και κατά τη θεολογική διατύπωση του Απ. Παύλου προς τους Κορινθίους «ναός Θεού έστε» 1 Κορ.3:16 και «ναός του Αγίου Πνεύματος» 1 Κορ.6:19.
Γι’ αυτό, ο χριστιανός παράλληλα προς τη φροντίδα της ψυχής φροντίζει και για το σώμα του, σύμφωνα με το θείο θέλημα, και αποφεύγει να το βεβηλώνει γιατί: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός…» 1 Κορ.3:16 - 17, θα πει και πάλι ο απ. Παύλος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε τον θάνατο του σώματος που είναι ο χωρισμός του από την ψυχή και τον θάνατο της ψυχής που είναι ο χωρισμός αυτής από τη ζωοποιό ενέργεια του Αγ. Πνεύματος.
Ο ιερός Χρυσόστομος αισθάνεται υποχρεωμένος να εξηγήσει λεπτομερέστερα, με τη βοήθεια κειμένων του Απ. Παύλου (πρβλ. Ρωμ.7:23), το γεγονός, ότι το σώμα μετά την αδαμική πτώση δε χάθηκε, δεν άλλαξε οντολογικά, δεν απέκτησε φύση διαφορετική από αυτήν που του έδωσε ο Θεός.
Με άλλα λόγια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες αυτοί οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας οι οποίοι αγαπούν με πάθος τα γράμματα, τη μόρφωση και τις σπουδές, βρέθηκαν στην ανάγκη να καταδικάσουν τις υποτιμητικές για το ανθρώπινο σώμα αιρέσεις.
Έτσι ο ιερός Χρυσόστομος επιτυγχάνει να απαλλάξει το σώμα (σάρκα) από τη θεώρησή του ως αμαρτωλό και να προσθέσει ακόμα, ότι ως έργο Θεού είναι «καλόν λίαν» και «κατάλληλο» για την επίτευξη της αρετής, εάν ο άνθρωπος αγωνίζεται πνευματικά. Για το λόγο αυτό ο πατήρ Δημ. Στανιλοάε θα πει χαρακτηριστικά: «Μέσα από τους ανθρώπους που με πλησιάζουν με το σώμα τους και τις ανάγκες τους για να βοηθηθούν από μένα,…βλέπω την ανάγκη να υπηρετήσω το Θεό με το σώμα μου».
Παράλειψή μας θα ήταν να μην αναφέρουμε εδώ, το θεσπισμένο με την ευλογία του Θεού κατά τη δημιουργία, μυστήριο του γάμου (πρβλ. Γεν.2:18), το οποίο καθαγιάζει και ο Χριστός στο γάμο της Κανά της Γαλιλαίας (βλ. Ιωαν.2:1 - 11), αλλά και ο Απ. Παύλος τονίζει ότι είναι «μέγα μυστήριο εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» Εφεσ.5:32, για να κατανοηθεί η αξία της ανθρώπινης σαρκός.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά το σώμα του ανθρώπου από την πρώτη ημέρα της γεννήσεως του. Αρχή και ρίζα της εν Χριστώ Οικονομίας, λοιπόν, είναι η Ενανθρώπηση του Κυρίου μας Ιωάν. 1:1 – 5:9 - 18, με επίκεντρο το στίχο: «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν…» Ιωαν.1:14, όπου εκφράζονται οι θεμελιώδεις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Γι’ αυτό τα Χριστούγεννα αποτελούν κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την «μητρόπολιν πασών των εορτών.
Έτσι, λοιπόν, η περιφρόνηση του σώματος δεν έχει καμία θέση στο χριστιανισμό. Ο χριστιανισμός αποστρέφεται και πολεμά το σαρκικό φρόνιμα, όχι όμως και τη σάρκα.
Παρερμηνείες από μέρους των μοναχών του νοήματος του γάμου και αρνητικές διατυπώσεις εναντίον του, καταδικάστηκαν από τους ασκητές Πατέρες της Εκκλησίας, με τόση ένταση, ώστε να φθάσει κάποτε ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος να ισχυρίζεται ότι οι παρθένες των αιρετικών που παρθενεύουν επειδή θεωρούν το γάμο ακάθαρτο, είναι χειρότερες και από πόρνες.
Δε πρέπει να λησμονούμε επίσης τις αντιλήψεις των Πλατωνικών και νεοπλατωνικών φιλόσοφων, όπως του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Πλωτίνου, του Μ. Αυρηλίου, οι οποίοι εξετάζοντας τον άνθρωπο από μια δυαρχική άποψη θεωρούν την ψυχή θεία, αλλά το σώμα φυλακή και πηγή μολυσμού, γι’ αυτό δε
και άξιο περιφρονήσεως, «καταπιέσεως και εξουθενώσεως». Αλλά και η στρεβλή αντίληψη και διδασκαλία των αιρετικών Μανιχαίων, καθώς και των Μαρκιωνιτών, αλλά και ο δοκητισμός, καταδικάστηκαν σύντομα από την Εκκλησία .
Η χριστιανική παράδοση, στην αυστηρότερη και πλέον μοναστική μορφή της, είναι αντίθετη προς την αντίληψη ότι το σώμα είναι κάτι το ευτελές και ανάξιο φροντίδας και ότι από τη φύση του είναι κακό ή ότι είναι άσχετο προς την εξέλιξη της ζωής του ανθρώπου εν Χριστώ.
Κανένα πράγμα, που κτίστηκε από το Θεό και που χρησιμοποιείται κατά Θεόν, δεν είναι κακό. «Ουδέ ο κόσμος κακός, αλλά τα πάθη. Ουδέ η φύσις, αλλά το παρά φύσιν… ουδέ τα μέλη του σώματος, αλλ’ η τούτων παράχρησις». Ο δε ιερός Χρυσόστομος τονίζει ότι ενώ οι Πρωτόπλαστοι είχαν σώμα, δεν είχαν ανάγκη «μηδενός των σωματικών» καθάπερ οι άγγελοι. Αναφερόμενος δε στο θέμα της αξίας της Θείας Ενανθρωπήσεως για τον άνθρωπο, υπογραμμίζει: Ο Θείος Λόγος ούτε ανέλαβε φύση διαφορετική από τη δική μας, ούτε μετέτρεψε αυτήν σε άλλου είδους ουσία. Απλώς ανέλαβε την φύση μας αναμάρτητα και την έκανε αθάνατη.
Άλλωστε η αξία του ανθρωπίνου σώματος φαίνεται και από τα αναρίθμητα θαύματα του Κυρίου μας, ο οποίος μεριμνά για τις σωματικές ανάγκες του ανθρώπου. Επίσης, αυτή η δόξα του φαίνεται και στην Ορθόδοξη Αγιογραφία όπου τα ανθρώπινα σώματα απεικονίζονται καθαγιασμένα και σε κατάσταση
δόξας και όχι λειψά.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα ιερά λείψανα των αγίων μας, τα οποία τιμούμε και σεβόμαστε και όπως λέει και ο ψαλμωδός: «Κύριος φυλάσσει πάντα τα οστά αυτών, εν εξ αυτών ου συντριβήσεται» Ψαλμ.33:21, γιατί είναι σκεύη της Χάριτος του Θεού και φορείς της αγιαστικής Του δόξας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πλέκει το εγκώμιο των μαρτύρων, λέγοντας: «Τοιούτος της Εκκλησίας ο θησαυρός, νέους και παλαιούς έχων μαργαρίτας» και συνεχίζει: «όσα γαρ ουκ ισχύει πλούτος και χρυσίον, τοσαύτα ισχύει μαρτύρων λείψανα»,τα οποία χαρακτηρίζονται ως «θησαυρός ατίμητος», και καταλήγει: «δια τούτο μάλιστα φιλώ των μαρτύρων τας μνήμας, και ασπάζομαι».
Ολόκληρη, λοιπόν, η Ορθόδοξη Θεολογία προβάλλει με σαφήνεια τη σπουδαιότητα που έχει το ανθρώπινο σώμα στο λυτρωτικό σχέδιο, γιατί τη Βασιλεία του Θεού την κερδίζει και με το σώμα, όπως παρατηρεί και ο Τερτυλλιανός, λέγοντας: «η σάρκα είναι άξονας της σωτηρίας» (caro salutis est cardo).
Όσον αφορά την Πατερική διδασκαλία για το ανθρώπινο σώμα, συνοψίζεται στη φράση του αββά Ποιμένα και δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεως. «Ημείς ουκ εδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Η άσκηση δηλαδή, δεν στρέφεται ενάντια στο σώμα, αλλά ενάντια στα πάθη και στο σαρκικό φρόνημα. Το πάθος, όμως, είναι έκφραση εγωκεντρισμού και γι’ αυτό άσκηση σημαίνει εγωκτονία και παθοκτονία. Και όλα αυτά γιατί η Πατερική διδασκαλία θεωρεί τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα, που η θεοποίησή του συνίσταται όχι στην αποδέσμευση της ψυχής από τα δεσμά του σώματος και του αισθητού κόσμου, αλλά στην απελευθέρωση ολόκληρης της ψυχοσωματικής υπόστασης, από τη σφαίρα της φθοράς και του θανάτου, στην οποία έχει περιέλθει.
Ο αγιασμός, λοιπόν, είναι δωρεά του Θεού και έχει σαν αποτέλεσμα την εσωτερική μεταμόρφωση του ανθρώπου και του κόσμου. Έτσι η Πρόνοια του Θεού προς τον κόσμο εκδηλώνεται και μέσω των αγίων και των ιερών λειψάνων αυτών που αποτελούν δείγματα του αφθαρτισμού και της ύψωσης της ύλης στο αρχαίο της κάλλος, από το Άγιο Πνεύμα και από αυτόν τον κόσμο.
Η Εκκλησία, λοιπόν, «επιδιώκοντας τον εξαγιασμό του ανθρώπου και την αποξένωση από τα πάθη του, δια της γυμνασίας του σώματος και της ψυχής καταφάσκει στην άσκηση σύμφωνα πάντα με την αποστολική ρήση «η σωματική γυμνασία προς ολίγον εστί ωφέλιμος, η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός έστιν» 1 Τιμ.4:8.
Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι, στη μοναξιά και την αλλοτρίωση του σημερινού ανθρώπου, που είναι πνευματικό φαινόμενο, το Ορθόδοξο ασκητικό ήθος δείχνει στον άνθρωπο τα όρια της ευθύνης και τα πλαίσια δράσεως και κυριαρχίας του, ώστε να αναγνωρίσει ότι το σώμα του σαν «ναός του Αγίου Πνεύματος» είναι δώρο της αγάπης του Θεού.
Αυτό βοηθά τον άνθρωπο περισσότερο στην κοινωνική του συμβίωση, τον κάνει πιο εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο και κατά συνέπεια κοινωνικότερο, γεγονός που κατάφεραν με τη διδασκαλία, τη δράση και την αγιότητά τους οι σημερινά εορταζόμενοι Διδάσκαλοι της οικουμένης, ποιμένες και άγιοι Τρεις Ιεράρχες. Ας τους μιμηθούμε!