Τετάρτη 23 Απριλίου 2025
Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο Ιούδας.
Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο Ιούδας.
Λες πως είσαι φίλος, μα όταν βρεις την ευκαιρία, δε διστάζεις για τριάκοντα αργύρια, μ' ένα φιλί τους ανθρώπους σου να τους προδώσεις.
Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο Πιλάτος.
Κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουν, εσύ ‘’νίπτεις τας χείρας σου’’. Δεν παίρνεις την ευθύνη ούτε για τις πράξεις σου, ούτε για τη ζωή σου.
Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι και εσύ ένας από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους.
Για τον κόσμο όλο, τίμιος, δίκαιος, καθαρός, μέσα σου όμως, να κρύβεις, μίσος, οργή, ζήλεια, υπερηφάνεια, ασπλαχνία.
Το πιο εύκολο πράγμα είναι να είσαι ο όχλος.
Χάβρα Ιουδαίων. Να μην έχεις βούληση. Να μην παίρνεις καμία ευθύνη. Να μη βάζεις το μυαλό σου να σκεφτεί. Απλά να ακολουθείς. Σαν πρόβατο. Και ‘’άρον άρον’’ να ζητάς να σταυρωθεί, αυτός που μέχρι χθες επευφημούσες.
Το πιο εύκολο πράγμα είναι να είσαι ο Βαραββάς.
Να χτίζεις τη δική σου ελευθερία, τη δική σου ζωή, εις βάρος κάποιου άλλου.
Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο ληστής στα αριστερά.
Και ακόμα και εκεί, στην έσχατη στιγμή σου, να μην λες ένα ‘’ήμαρτον’’, αλλά να βρίζεις, να φωνάζεις, να κατηγορείς και να χλευάζεις άλλους για τα δικά σου λάθη.
Το δύσκολο, είναι να είσαι ο Χριστός.
Να σταυρώνεσαι καθημερινά για χάρη όσων αγαπάς και παρόλα αυτά να ψιθυρίζεις πάνω από το σταυρό...
‘’ Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι’’…
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος
Ψυχολόγος Μ.Sc.
"Ο τυφλός προ του Σταυρού"
Τί εἶν’ ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζὶ μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοί νἆν οἱ δυό, ποὺ ἐκδικητὴς ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιός ὁ πλᾶνος ποὺ κι αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζί τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ῥώτησε, εἰναι δουλειὰ δική τους!.
-Θὰ πάω νὰ δῶ…
Εἶπα νὰ δῶ κι ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι
τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχὴ μέσα στὰ στήθη εἶν’ ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐστάθη Αὐτὸς μπροστά μου
καὶ μ’ εὐσπλαγχνίσθη, κι ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου
κι ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλὸ ἐκεῖνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωὰμ τὴ στέρνα νὰ τὰ πλύνω!
Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρός μου,
στὴν ὄψη Του εἴδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου!
Μοσχοβολοῦσε κι ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά Του…
Φῶς καὶ τὰ χείλη, κι ἡ φωνή, τὰ μάτια κι ἡ ματιά Του.
Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια Του ἡ ἐλπίδα…
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυό μου μάτια κι εἶδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κι εἴδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη Του, λὲς κι ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουμένη.
.
Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἀς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι ὀχλοβοὴ κι ἀντάρα
χίλιες φωνὲς σὰν μιὰ φωνὴ κι ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεῖς μαυροφόρες μοῦ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δύστυχη! Ξάφνου, μὲ μιᾶς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν,
κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρώτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. -Γκάπ! Γκούπ!
Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται! Νά, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν.
Πῶς; Σὺ ποὺ μοῦδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κι ἦταν γραφτὸ τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοῦδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!
(Ποίημα Ἰωάννη Πολέμη)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)