Σπάνια εικόνα της Σταύρωσης (8ος αιώνας). (εικ.εδώ)
Ιερά Μονή Θεοβαδίστου Όρους Σινά, Αγίας Αικατερίνης.
Μια αναλυτική περιγραφή της εικόνας της Σταύρωσης Του Χριστού, αγαπητοί αναγνώστες με δογματικές αναφορές, ώστε να κατανοήσουμε πλήρως τα θεολογικά νοήματα της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας μας. Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον αδελφό και φίλο κ.Δημήτρη Χρυσικόπουλο για την αποστολή της μελέτη του στην
Αέναη επΑνάσταση. Καλή Ανάσταση!
ΠΡΟΣΚΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μια αισθητική και ερμηνευτική παρουσίαση της εικόνας
Γράφει ο Δημήτρης Χρυσικόπουλος θεολόγος-μαθηματικός
Η Σταύρωση ως θανατική καταδίκη, ήταν πανάρχαιο γεγονός, γνωστό σε όλους τους λαούς. Ήταν η πλέον ατιμωτική ποινή. Στο Ρωμαϊκό κράτος ήταν νομικά καταχωρημένη, για τους μη Ρωμαίους πολίτες και κυρίως για τους σκλάβους.
Ο καταδικασμένος, μετέφερε στους ώμους του την οριζόντια δοκό, έφερε στο στήθος του πινακίδα με την αιτία της καταδίκης του και μετά από μια δύσκολη πορεία, με προπηλακισμούς και χτυπήματα έφτανε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου το κάθετο δοκάρι ήταν μπηγμένο στο έδαφος.
Ακολουθούσε η απογύμνωσή του, το κάρφωμα των καρπών στην οριζόντια δοκό, η ανύψωση και στερέωση του στο κάθετο δοκάρι και τέλος το κάρφωμα των ποδιών του.
Ο θάνατος ήταν αργός, από αναπνευστική ανεπάρκεια, με φρικτούς πόνους.
Η Σταύρωση του Χριστού είναι γεγονός κεντρικής σημασίας για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Από τους πρώτους χρόνους της ζωής της η Εκκλησία περιγράφει την εμπειρία της σωτηρίας, που μας χάρισε ο Σταυρός του Χριστού.
Ο θάνατος του Χριστού στο Σταυρό είναι μια νίκη, ένας «ζωοποιός θάνατος» (λειτουργία Μ. Βασιλείου). Είναι η ολοκλήρωση του λυτρωτικού έργου του Κυρίου επί της γης. Για τον λόγο αυτόν, ο Εσταυρωμένος βρίσκεται σε κάθε ορθόδοξο ναό, πίσω από την Αγία Τράπεζα και πάνω από την ωραία πύλη, στην κορυφή του τέμπλου. Η εικόνα της Σταύρωσης, έχει τη θέση της στο δωδεκάορτο, στην πάνω σειρά του τέμπλου. Ως τοιχογραφία ιστορείται, συνήθως, στο βόρειο μέρος του θόλου.
Αρχικά,
την περίοδο των Διωγμών, δε ζωγραφιζόταν η Σταύρωση, αλλά συμβολικά ο αμνός του Θεού μπροστά από Σταυρό. Την εποχή του
Μ. Κωνσταντίνου αρχίζει η ελεύθερη χρησιμοποίηση του Σταυρού, χωρίς Χριστό. Κατόπιν, μετά τις Χριστολογικές έριδες και τη διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος περί Χριστού στις πρώτες
οικουμενικές συνόδους, αρχίζει η εμφάνιση του εσταυρωμένου. Γενικά, τα Θεία Πάθη εμφανίζονται στην τέχνη, στα τέλη του 4ου αιώνα. Από τον 6ο Αιώνα, συναντάμε τη Σταύρωση όπως την ξέρουμε σήμερα.
Αρχικά, η Σταύρωση απεικονιζόταν ως ιστορικό γεγονός με τους δύο ληστές, τους στρατιώτες που βάζουν κλήρο και το Γολγοθά να κυριαρχεί. Αργότερα, σταδιακά περνούν οι αγιογράφοι από την εξιστόρηση στη θεολογία και τους συμβολισμούς.
Ως αναφορά για την
περιγραφή και ερμηνεία, θα χρησιμοποιήσουμε την εικόνα του Θεοφάνους του Κρητός, που ιστορήθηκε περί το 1546 μ.Χ. (εικόνα 1) και ένα ευκρινές αντίγραφο της εικόνας του Διονυσίου, που ιστορήθηκε περί το 1600 (εικόνα 2).
Εικόνα 1: Θεοφάνης 1546 μ.Χ. Εικόνα 2: Διονύσιος 1600 μ.Χ. (αντίγραφο)
Τόπος της Σταύρωσης ο Γολγοθάς, έξω από την Ιερουσαλήμ.
Ο Σταυρός του Χριστού κυριαρχεί στην εικόνα. Αποτελείται από μια κάθετη δοκό και από τρεις οριζόντιες κεραίες, τη μεγάλη, όπου καρφώθηκαν τα χέρια, μια μικρή, ως υποπόδιο και μία μικρή ως πινακίδα που γράφει την αιτία της καταδίκης, πάνω από το κεφάλι.
Η κατακόρυφη δοκός έχει ένα μέρος της μέσα στη γη και το υπόλοιπο, υψώνεται προς τα πάνω. Συμβολίζει την κάθοδο του Χριστού στον κόσμο, το πέρασμα στον Άδη και την άνοδο του στον Πατέρα μετά την Ανάσταση, ως επίσης και την κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Η οριζόντια μεγάλη κεραία, συμβολίζει την κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και τη διάδοση του ευαγγελίου επί της γης. Η οριζόντια μικρή (στήριγμα ποδιών) συμβολίζει τον ζυγό της δικαιοσύνης, την παλινδρόμηση μεταξύ σωτηρίας και απωλείας. Σε πολλές παραστάσεις είναι ελαφρά κεκλιμένη, ώστε το ανυψωμένο μέρος της είναι προς τη μεριά του σωσμένου ληστή και το χαμηλωμένο προς τον ληστή που λοιδορούσε το Χριστό.
Ο Άγιος Αυγουστίνος αναφέρει ότι ο Σταυρός, είναι ομοίωμα του δένδρου της «γνώσης του καλού και του κακού», που υπήρχε στον παράδεισο. Υπήρχε μια παράδοση που λέει ότι ήταν κατασκευασμένος από το ίδιο ξύλο. Το πρώτο δέντρο ήταν μέσον της αμαρτίας και του θανάτου, ενώ το δεύτερο, ο Σταυρός, μέσον της Ζωής. Στην ακολουθία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ακούμε «
Δέντρο της Ζωής που βλάστησε πάνω στο Γολγοθά». Πραγματικά, ένα δέντρο που φαίνεται ριζωμένο στην πέτρα και εισχωρεί στο σκοτεινό άνοιγμα που φαίνεται από κάτω, στο άντρο του Άδη, όπου βρίσκεται και το κρανίο του Αδάμ, κατά την παράδοση. (Εξού και η ονομασία κρανίου τόπος).
Ένα μέρος του Σταυρού λοιπόν, βρίσκεται μέσα στη γη και το υπόλοιπο υψώνεται προς τον Ουρανό, για να ενώσει τα καταχθόντα και τα επίγεια με τα ουράνια πράγματα. Κάτω από το Σταυρό, ο παλαιός Αδάμ που μας οδήγησε στον θάνατο, και πάνω στο Σταυρό ο νέος, ο έσχατος Αδάμ, ο Χριστός, που μας οδηγεί στη ζωή. Το αρχαίο δέντρο που με τον καρπό του μας θανάτωσε, έγινε το νέο δέντρο, ο Σταυρός, που με τον καρπό που κρέμεται από αυτό, τον Χριστό, μας ζωοποίησε.
Ο Γολγοθάς παριστάνεται βραχώδης, χωρίς ίχνος ζωής, λόγω του ρόλου του ως τόπος εκτελέσεων και από άγονος τόπος, μετατρέπεται σε γόνιμο, με το δέντρο της ζωής, δηλαδή τον Σταυρό.
Η ορθόδοξη εικονογραφία δεν ιστορεί αυτόνομα τα γεγονότα, αλλά όλα έχουν μια σύνδεση και μια αλληλουχία. Είναι μέρος του έργου της Σωτηρίας. Στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού, βλέπουμε ότι ο Χριστός γεννήθηκε μέσα στο σκοτεινό σπήλαιο, στο άντρο του Άδη, και μάλιστα η φάτνη που τοποθετήθηκε είναι ένα κτιστό μνήμα, που φανερώνει ότι ενανθρώπισε με σκοπό να πεθάνει, ώστε να καταργήσει τον Άδη. Έτσι και ο Σταυρός τοποθετείται και ριζώνει ως δέντρο ζωής, στο σπήλαιο του Άδη. Στη συνέχεια, στην
εικόνα της Ανάστασης την «εις Άδου κάθοδο», ο Χριστός πατά πάνω στις συντετριμμένες πύλες του σκοτεινού σπηλαίου του Άδη, καταργώντας τον οριστικά.
Το κρανίο του Αδάμ στην εικονογραφία πρωτοεμφανίζεται τον 9ο αιώνα. Έτσι η εικόνα αποκτά έναν ακόμη, δογματικό συμβολισμό. Το κρανίο μας θυμίζει την ματαιότητα και τον εφήμερο χαρακτήρα της ζωής πάνω στη γη. Ο Σταυρός από πάνω, μας παρηγορεί δείχνοντας την αληθινή ζωή. Το αίμα του Χριστού στάζει πάνω στο κρανίο και συμβολίζει το ξέπλυμα των αμαρτιών του Αδάμ αλλά και όλων των ανθρώπων: «
εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω σου αίματι». Ξεπλένεται το προπατορικό αμάρτημα με το βάπτισμα της Εκκλησίας μας. Μας θυμίζει και το βάπτισμα του αίματος των μαρτύρων. Τώρα όλοι μπορούν να ζωοποιηθούν, ακόμα και οι νεκροί. Μάρτυρες σε αυτό, οι αναστημένοι νεκροί άγιοι τη στιγμή που ο Χριστός παρέδινε το πνεύμα του πάνω στο Σταυρό. Σε κάποιες τοιχογραφικές, κυρίως, παραστάσεις, ιστορούνται αριστερά του Σταυρού ο Αδάμ, η Εύα και το δέντρο της πτώσης και δεξιά οι εγερμένοι άγιοι, που ξεπροβάλλουν από τα μνημεία.
Στα δεξιά του Χριστού εικονίζονται η Παναγία και τρείς γυναίκες που την συνοδεύουν. Όλοι οι ευαγγελιστές αναφέρονται σε αυτές. Όμως, οι περιγραφές τους δεν μας διευκολύνουν και πολύ στην ταύτιση τους. Οι ερευνητές της Καινής Διαθήκης, συγκλίνουν στο ότι είναι οι γνωστές ως «
Τρείς Μαρίες»: Η Μαρία του Κλωπά (Ιωάννης) είναι η ίδια με την Μαρία, μητέρα Ιακώβου και Ιωσήφ (Ματθαίος – Μάρκος). Η Σαλώμη (Μάρκος) ταυτίζεται με την Μαρία «μητέρα των παιδιών του Ζεβεδαίου» (Ματθαίος). Και η τρίτη η Μαρία η Μαγδαληνή, που είναι η μόνη από τις τρείς που διαφοροποιείται και αναγνωρίζεται, από το έντονο κόκκινο χρώμα στο ένδυμα και την πλούσια κόμη. Όλες έχουν καλυμμένο το κεφάλι τους με μαφόριο και η μία, συγκρατεί την Παναγία. Την παρηγορούν και με ελεγχόμενη θλίψη, συμμετέχουν στο Θείο Πάθος.
Η Παναγία, βρίσκεται ανθρωπίνως, σε έσχατη θλίψη,
δεν αναλύεται όμως σε δάκρυα. Συμμετέχει στο Πάθος, με αξιοπρεπή στάση. Βρίσκεται σε πλήρη κοινωνία με τον Υιό και Κύριο της, και συγκατατίθεται στην Αγάπη Του, που προσφέρεται θεληματικά στη θυσία. Τείνει να αποσπαστεί από την συντροφιά της και να πλησιάσει στο Χριστό, που και Εκείνος συγκαταβαίνει και κλίνει το κορμί του προς αυτήν. Με το αριστερό χέρι ακουμπά το πρόσωπο της και το δεξί υψώνεται προς τον Σταυρό. Η σταύρωση και ο θάνατος του Χριστού παραμένουν και για τη Θεοτόκο πραγματικό μυστήριο. Όμως αυτή, παρόλο που θρηνεί, δεν αμφιβάλλει και αναφωνεί «ει και σταυρόν υπομένεις, συ υπάρχεις ο Υιος και Θεός μου»
Από την άλλη μεριά,
εικονίζονται ο νεαρός Ιωάννης και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, Λογγίνος. Η παρουσία του Ιωάννη αναφέρεται από τον ίδιο, στο ευαγγέλιο του, όπου σώζει και την τελευταία ανθρώπινη επιθυμία Του, να πάρει την Παναγία ως μητέρα του, στο σπίτι του. Ο Ιωάννης κοιτάζει προς τα κάτω θλιμμένος και συλλογισμένος, με το μυστήριο του Πάθους. Δίπλα στον Ιωάννη, είναι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος (Ματθαίος – Λουκάς). Ταυτίζεται με τον στρατιώτη, που με την λόγχη εκέντησε την πλευρά του Χριστού, από όπου εξήλθε αίμα και ύδωρ. Έτσι η παράδοση τον διέσωσε με το όνομα Λογχίνος ή μετέπειτα Λογγίνος.
Ο Εκατόνταρχος εδώ, αντιπροσωπεύει τα έθνη που δέχονται τον Χριστό ως Θεό. Πράγματι είναι ο πρώτος μη Ιουδαίος, που αναγνωρίζοντας το μυστήριο του Πάθους, ανεφώνησε: «
Αληθώς, Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθαίος). Για αυτό, εικονίζεται με φωτοστέφανο και με υψωμένο το δεξί του χέρι, διακηρύττοντας την αλήθεια αυτή. Φορά πλουμιστή στολή και κρατά στρόγγυλη ασπίδα.
Πίσω από το Σταυρό φαίνονται
τα τείχη της Ιερουσαλήμ, λίγο χαμηλά, για να μην «ενοχλούν» οπτικά, το κυρίως θέμα, τη Σταύρωση. Στις αρχαιότερες παραστάσεις, τα τείχη απουσιάζουν εντελώς. Εκεί κυριαρχούσε το βουνό, ο Γολγοθάς. Είπαμε όμως ότι αρχικά, εικονίζονταν καθαρά τα ιστορικά γεγονότα.
Αργότερα οι εικονογράφοι, πρόσθεσαν τα τείχη, καθαρά για θεολογικούς λόγους. Ο Χριστός έπαθε έξω από την αγαπημένη πόλη των Ιουδαίων. Μας προσκαλεί, λοιπόν, να τον ακολουθήσουμε: «
ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (προς Εβραίους). Η πρώτη εμφάνιση των τειχών, παρατηρείται τον 5ο αιώνα στην Αγία Σαββίνα της Ρώμης. Πάνω από τα τείχη κυριαρχεί ο χρυσός φόντος. Κανένα άλλο φυσιοκρατικό στοιχείο. Επιλέχτηκε αυτό από τους εικονογράφους, γιατί ο Μ. Αθανάσιος και ο
Άγιος Ι. Χρυσόστομος, τονίζουν ότι η υπερκόσμια δύναμη του Σταυρού, καθαρίζει την έκταση της ατμόσφαιρας από τις δαιμονικές δυνάμεις.
Μέχρις εδώ αναφερθήκαμε στην εικόνα της Σταύρωσης όπως καθιερώθηκε μέχρι σήμερα στη λεγόμενη
«Κρητική» ζωγραφική. Λιτή και αυστηρά ρυθμική σύνθεση, απεικονίζει την θεολογική και δογματική έννοια του γεγονότος και διατηρεί το χαρακτήρα της λατρευτικής εικόνας.
Από την
Παλαιολόγεια εποχή, εικονίζονται αριστερά και δεξιά, δύο μικρογραφημένες γυναικείες μορφές, που ωθούνται από αγγέλους. Η μία, από δεξιά του Χριστού, νέα και όμορφη. Κρατά δισκοπότηρο, που συλλέγει το αίμα και ύδωρ από την πλευρά του Χριστού, και συμβολίζει την Καινή Διαθήκη και την ιδρυόμενη εκκλησία, που με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, συνεχίζει το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Η άλλη από αριστερά, φαίνεται ηλικιωμένη και διώχνεται από έναν άγγελο και στρέφει αγωνιωδώς το κεφάλι προς τα πίσω, ατενίζοντας τον Χριστό. Συμβολίζει την Παλαιά Διαθήκη και την καταργούμενη συναγωγή των Ιουδαίων. Πράγματι ο Χριστός, μας παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κατά το Μ. Δείπνο.
Ο Άγιος Αυγουστίνος, λέει ότι το αίμα και ύδωρ, συμβολίζουν τα μυστήρια της Θ. Ευχαριστίας και του Βαπτίσματος. Όπως η Εύα πλάστηκε από το πλευρό του Αδάμ έτσι και τα μυστήρια αυτά προήλθαν από την πλευρά του «Νέου Αδάμ», του Χριστού. Έτσι λοιπόν, η Εκκλησία γεννήθηκε «δια του Σταυρού». Βέβαια, η Πεντηκοστή είναι η επίσημη δημόσια Εμφάνιση της Εκκλησίας και η τελείωση της, μέσω του Παρακλήτου, αφού το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που: «
όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».
Από τον 6ο αιώνα, στις περισσότερες εικόνες της Σταύρωσης, δεξιά και αριστερά, πάνω από τον Σταυρό
ζωγραφίζονται οι προσωποποιήσεις του ήλιου και της σελήνης (εικόνα 2). Ο ήλιος κόκκινος και η σελήνη γκρίζα, στρέφουν τις ακτίνες τους προς το Χριστό. Στα Ευαγγέλια, αναφέρεται ότι τη στιγμή της Σταύρωσης, παρόλο που ήταν μεσημέρι, σκοτάδι σκέπασε όλη τη χώρα. Οι προσωποποιήσεις των ουράνιων σωμάτων, φανερώνουν ότι όλη η φύση συμπάσχει. Ο Άγιος Αυγουστίνος μας λέει ότι
η σελήνη συμβολίζει την Π. Διαθήκη και ο ήλιος την Κ. Διαθήκη. Συνυπάρχουν, ώστε η Π. Διαθήκη φωτίζεται και γίνεται κατανοητή μέσω της Κ. Διαθήκης. Και εκείνη τη στιγμή της μεγάλης Δόξας, του θανάτου δηλαδή του Χριστού στο Σταυρό, εκπληρώνονται όλες οι προφητείες.
Συχνά, πάνω από το Σταυρό εικονίζονται
δύο άγγελοι θλιμμένοι, που είναι αποτέλεσμα της επίδρασης των λειτουργικών κειμένων στην εικονογραφία. Οι ουράνιες δυνάμεις συμπάσχουν.
Θα κλείσουμε την παρουσίαση και ερμηνεία της Εικόνας με το
πώς και γιατί ζωγραφίζουμε το Χριστό, πάνω στο Σταυρό.
Ο ορθόδοξος αγιογράφος, δεν ζωγραφίζει το Χριστό στη ανθρώπινη φύση του απομονωμένα, αλλά σε πλήρη Δόξα Θεού. Ως άνθρωπος έπασχε και θανατώθηκε, αλλά η θεότητα έμεινε αθάνατη. Παρόλο που σωματικά απέθανε, το σώμα του δεν γνώρισε τη διαφθορά, δηλαδή τη σήψη. Για αυτό, δεν παρουσιάζεται ρεαλιστικά, ως νεκρό σώμα που κρέμεται άθλια, αλλά, ως Κύριος της ζωής, σε πλήρη δόξα. Παρότι είναι νεκρός, στηρίζεται ήσυχα στα πόδια ως ζωντανός. Ως Βασιλιάς στο θρόνο του. Απευθύνεται στο πνεύμα του θεατή και όχι στο συναίσθημα του. Αρχικά ο Χριστός ζωγραφιζόταν με ανοιχτά τα μάτια (εικόνα 3), παρόλο που ήταν νεκρός, για να επισημανθεί θεολογικά, ότι ο θάνατος δεν το άγγιξε. Μετά όμως την εμφάνιση των Βογομίλων και των Παυλικιανών, που διακήρυτταν ότι ο Χριστός, φαινόταν ότι έπασχε, και όχι ότι έπασχε πραγματικά, πάλι θεολογώντας οι αγιογράφοι, άρχισαν να τον εικονίζουν με κλειστά τα μάτια (850 μ.Χ.).
Εικόνα 3: 8ος αιώνας, Σάντα Μαρία Αντίκουα.
Στη Δύση, επικράτησε ο Χριστός να φέρει το ακάνθινο στεφάνι, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε κατά την αναγέννηση. Τότε εκεί επικράτησε η φυσικότητα στην παράσταση, γιατί σκοπός της Δυτικής ζωγραφικής, είναι η συγκίνηση του θεατή και όχι η μυστική του ένωση με το τελούμενο, και άρα η σωτηρία του. Για αυτό στην Ανατολή, ο Χριστός, ήρεμα, γέρνει ελαφρά το κεφάλι του στα δεξιά, σα να κοιμάται. Έχει το κορμί του μια μικρή κλίση προς τα δεξιά, σημάδι του θανάτου, όμως στηρίζεται ως ζωντανός στα πόδια του, τα οποία είναι καρφωμένο ξεχωριστά το καθένα και όχι το ένα πάνω στο άλλο, όπως ζωγραφίζεται στη Δύση.
Από τη δεξιά πλευρά, ρέει αίμα και ύδωρ. Από τις παλάμες και τα πόδια ρέει το ζωοποιό αίμα Του, που διαποτίζει το κρανίο του Αδάμ. Τα χέρια του, εκτείνονται απαλά στο σταυρό και οι παλάμες του, είναι ανοιχτές. Και αυτό γιατί μας προσκαλεί με ανοιχτή την αγκάλη του, να τον ακολουθήσουμε. Επίσης προσκαλεί και τον θάνατο να έρθει γιατί ο Χριστός, θεληματικά έπαθε και απέθανε, και όχι αναγκαστικά. Υπάρχουν και τοιχογραφικές παραστάσεις που αποτυπώνουν το δόγμα αυτό, που δείχνουν το Χριστό, να ανεβαίνει μόνος του πάνω στο Σταυρό, με τη βοήθεια μιας σκάλας.
Μέχρι τον 8ο αιώνα ο Χριστός ζωγραφιζόταν όχι γυμνός, αλλά φορώντας ένα ολόσωμο αμάνικο ένδυμα, το κολόβιο (εικόνα 3). Αυτό είναι ανατολική παράδοση. Από σεβασμό, στην ανατολή, δεν παρουσίαζαν γυμνά σώματα, ούτε ως αγάλματα ούτε ως ζωγραφιές. Μετά την εικονομαχία, επικράτησε η μορφή που γνωρίζουμε. Το σώμα είναι γυμνό, αλλά σεμνότατο. Νεκρό μεν, αλλά ζωγραφισμένο ως ζωντανό. Μόνο ένα λευκό ύφασμα, καλύπτει την περιοχή της οσφύος, που με τις όμορφες πτυχές του, τονίζει τη ρυθμικότητα της όλης σύνθεσης. Ο Χριστός μένει γυμνός και εκφράζει τη δική μας πνευματική γύμνια. Εμείς τον γυμνώνουμε και Αυτός μας ντύνει με τον εαυτό του: «Χριστόν ενεδύσασθε».
Ο εσταυρωμένος στην ορθόδοξη εικονογραφία, είναι η ενσάρκωση του χαροποιού πένθους, της χαρμολύπης. Είναι θεός και άνθρωπος συγχρόνως. Βλέπουμε νεκρό το Χριστό και συνειδητοποιούμε την αθανασία. Η εικονογραφία συμβαδίζει με την υμνολογία. Η ζωή εν τάφω. Η Σταύρωση είναι αναστάσιμη. Όπως και τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, αντί να μας θλίβουν, μας χαροποιούν και ανυπομονούμε για την Ανάσταση. Με τη σειρά της, η Ανάσταση είναι Σταυρώσιμη: «Εσταυρώθης δι εμέ, ίνα εμοί πηγάσεις την άφεσιν, εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσεις μοι…» μας θυμίζει ο κατανυκτικός ύμνος.
Πάνω στο Σταυρό συνυπάρχει η Ζωή και η Ανάσταση. Για αυτό, η πινακίδα πάνω από το κεφάλι του Χριστού γράφει «Ο Βασιλεύς της Δόξης» και όχι το ιστορικό αλλά και ειρωνικό Ι.Ν.Β.Ι. Το αναστάσιμο τροπάριο λέει «θανάτω, θάνατον πατήσας». Άρα, Η Σταύρωση του Χριστού δεν είναι αποτυχία του έργου Του, αλλά πλήρης επιτυχία. Είναι η νίκη του θανάτου. Είναι η Δόξα του Υιού και Λόγου του Θεού. Μην ξεχνάμε ότι εκείνη τη στιγμή βρίσκεται στον Άδη και λυτρώνει τους κεκοιμημένους. Αυτό μαρτυρεί και η ορθόδοξη εικόνα της Ανάστασης, δηλαδή «εις Άδου κάθοδος».